διαστασιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστᾰσιάζω''': διαιρῶ εἰς χωριστὰς φατρίας, πάντας Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 2· τοὺς ἐποίκους… πρὸς τοὺς εὐπόρους [[αὐτόθι]] 5. 6, 8. ΙΙ. εὑρίσκομαι ἐν διαφωνίᾳ, πρὸς [[σφᾶς]], πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 1. 82, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 54. 17.
|lstext='''διαστᾰσιάζω''': διαιρῶ εἰς χωριστὰς φατρίας, πάντας Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 2· τοὺς ἐποίκους… πρὸς τοὺς εὐπόρους [[αὐτόθι]] 5. 6, 8. ΙΙ. εὑρίσκομαι ἐν διαφωνίᾳ, πρὸς [[σφᾶς]], πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 1. 82, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 54. 17.
}}
{{bailly
|btext=être en désaccord, en dissension.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στασιάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστᾰσῐάζω Medium diacritics: διαστασιάζω Low diacritics: διαστασιάζω Capitals: ΔΙΑΣΤΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: diastasiázō Transliteration B: diastasiazō Transliteration C: diastasiazo Beta Code: diastasia/zw

English (LSJ)

   A form into separate factions, πάντας Arist.Pol.1303b26; τοὺς ἐποίκους . . πρὸς τοὺς εὐπόρους ib.1306a3; τὸ πλῆθος, τὴν πόλιν, J.BJ1.11.5, Plu.Cam.36; set at variance, σῶμα καὶ ψυχήν J. BJ3.8.5.    II to be at variance, πρὸς σφᾶς, πρὸς ἀλλήλους, Plb. 1.82.4, etc.; τινί D.C.54.17; τοῖς ἀληθέσι Iamb.Myst.9.4: abs., ib. 4.9.

German (Pape)

[Seite 603] 1) gegen einander aufwiegeln; τινὰ πρός τινα, Arist. Polit. 5, 4; τὴν πόλιν, Plut. Coriol. 36; vgl. Rom. 23. – 2) in Uneinigkeit leben, πρὸς σφᾶς, unter sich, Pol. 1, 82, 4; vgl. 2, 18, 8 u. a. Sp.; τινί, D. C. 54, 17.

Greek (Liddell-Scott)

διαστᾰσιάζω: διαιρῶ εἰς χωριστὰς φατρίας, πάντας Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 2· τοὺς ἐποίκους… πρὸς τοὺς εὐπόρους αὐτόθι 5. 6, 8. ΙΙ. εὑρίσκομαι ἐν διαφωνίᾳ, πρὸς σφᾶς, πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 1. 82, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 54. 17.

French (Bailly abrégé)

être en désaccord, en dissension.
Étymologie: διά, στασιάζω.