περινοστέω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περινοστέω''': [[περιέρχομαι]] [[ὅπως]] ἴδω ἢ ἐπιθεωρήσω τι, [[περί]] τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 796· τὰς παλαίστρας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 762· τὰ τεκτόνων ἔργα Πλούτ. 2. 155G·- μεταφορ., προσπαθῶ νὰ [[φέρω]] τινὰ γύρω, «νὰ τὸν βάλλω εἰς τὸ δίκτυ», «[[ἀλώπηξ]] ἀπάτῃ περιενόστει τὸν κόρακα» Μῦθοι Αἰσώπου 206 (γ) ἔκδ. Κοραῆ. 2) ἀπολ., [[περιέρχομαι]], περιφέρομαι, π. [[ὥσπερ]] ἥρωςΠλάτ. Πολ. 558Α· ἐπὶ ἀλητῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 121, 494, Δημ. 421. 22· π. σχολὴν ἄγοντα Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36.
|lstext='''περινοστέω''': [[περιέρχομαι]] [[ὅπως]] ἴδω ἢ ἐπιθεωρήσω τι, [[περί]] τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 796· τὰς παλαίστρας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 762· τὰ τεκτόνων ἔργα Πλούτ. 2. 155G·- μεταφορ., προσπαθῶ νὰ [[φέρω]] τινὰ γύρω, «νὰ τὸν βάλλω εἰς τὸ δίκτυ», «[[ἀλώπηξ]] ἀπάτῃ περιενόστει τὸν κόρακα» Μῦθοι Αἰσώπου 206 (γ) ἔκδ. Κοραῆ. 2) ἀπολ., [[περιέρχομαι]], περιφέρομαι, π. [[ὥσπερ]] ἥρωςΠλάτ. Πολ. 558Α· ἐπὶ ἀλητῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 121, 494, Δημ. 421. 22· π. σχολὴν ἄγοντα Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> aller et revenir d’un lieu dans un autre ; parcourir, faire le tour de, acc.;<br /><b>2</b> faire le tour pour examiner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[νοστέω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περινοστέω Medium diacritics: περινοστέω Low diacritics: περινοστέω Capitals: ΠΕΡΙΝΟΣΤΕΩ
Transliteration A: perinostéō Transliteration B: perinosteō Transliteration C: perinosteo Beta Code: perinoste/w

English (LSJ)

   A go round, visit, inspect, περὶ τὰς κλίνας Ar.Th.796; παλαίστρας Id.Pax762 ; τὰ τεκτόνων ἔργα Plu.2.155c: metaph., π. τινὰ ἀπάτῃ circumvent, Aesop.204b.    2 abs., go about, stalk about, π. ὥσπερ ἥρως Pl.R.558a; of vagrants, Ar.Pl.121,494, D.19.255; π. σχολὴν ἄγοντα Alex.28, cf. Alciphr.1.10 (cj.), Jul.Ep.89.

German (Pape)

[Seite 583] umgehen, begehen, wie περιέρχομαι; Ar. Thesm. 796 Plut. 121. 494; Plat. Rep. VIII, 558 a; Sp., wie Luc. Tim. 13 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περινοστέω: περιέρχομαι ὅπως ἴδω ἢ ἐπιθεωρήσω τι, περί τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 796· τὰς παλαίστρας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 762· τὰ τεκτόνων ἔργα Πλούτ. 2. 155G·- μεταφορ., προσπαθῶ νὰ φέρω τινὰ γύρω, «νὰ τὸν βάλλω εἰς τὸ δίκτυ», «ἀλώπηξ ἀπάτῃ περιενόστει τὸν κόρακα» Μῦθοι Αἰσώπου 206 (γ) ἔκδ. Κοραῆ. 2) ἀπολ., περιέρχομαι, περιφέρομαι, π. ὥσπερ ἥρωςΠλάτ. Πολ. 558Α· ἐπὶ ἀλητῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 121, 494, Δημ. 421. 22· π. σχολὴν ἄγοντα Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aller et revenir d’un lieu dans un autre ; parcourir, faire le tour de, acc.;
2 faire le tour pour examiner, acc..
Étymologie: περί, νοστέω.