Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσυνοικέω: Difference between revisions

From LSJ
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσυνοικέω''': συνοικῶ ἢ συζῶ ὡς [[σύζυγος]] μετά τινος πρότερον, Ἄτοσσα προσυνοικήσασα Καμβύσῃ Ἡρόδ. 3. 88, Πλουτ. Δημήτρ. 14.
|lstext='''προσυνοικέω''': συνοικῶ ἢ συζῶ ὡς [[σύζυγος]] μετά τινος πρότερον, Ἄτοσσα προσυνοικήσασα Καμβύσῃ Ἡρόδ. 3. 88, Πλουτ. Δημήτρ. 14.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> habiter auparavant avec, τινι;<br /><b>2</b> habiter en outre avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[συνοικέω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυνοικέω Medium diacritics: προσυνοικέω Low diacritics: προσυνοικέω Capitals: ΠΡΟΣΥΝΟΙΚΕΩ
Transliteration A: prosynoikéō Transliteration B: prosynoikeō Transliteration C: prosynoikeo Beta Code: prosunoike/w

English (LSJ)

   A cohabit or live as wife with before, τινι Hdt.3.88, Plu.Demetr.14.

German (Pape)

[Seite 785] vorher zusammenwohnen, bes. von der Ehe, mit Einem zusammenleben, τινί, Her. 3, 88.

Greek (Liddell-Scott)

προσυνοικέω: συνοικῶ ἢ συζῶ ὡς σύζυγος μετά τινος πρότερον, Ἄτοσσα προσυνοικήσασα Καμβύσῃ Ἡρόδ. 3. 88, Πλουτ. Δημήτρ. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 habiter auparavant avec, τινι;
2 habiter en outre avec, τινι.
Étymologie: πρό, συνοικέω.