λιπογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπογνώμων''': -ον, ([[γνώμων]] III) [[κυρίως]] ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, [[Ἴστρος]] παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀμνός]], Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· [[καθόλου]], ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 184, Ἡσύχ.
|lstext='''λῐπογνώμων''': -ον, ([[γνώμων]] III) [[κυρίως]] ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, [[Ἴστρος]] παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀμνός]], Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· [[καθόλου]], ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 184, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>mieux que</i> [[λειπογνώμων]];<br />qui ne marque pas, <i>càd</i> qui a perdu ses dents et dont on ne peut connaître l’âge.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[γνώμη]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπογνώμων Medium diacritics: λιπογνώμων Low diacritics: λιπογνώμων Capitals: ΛΙΠΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: lipognṓmōn Transliteration B: lipognōmōn Transliteration C: lipognomon Beta Code: lipognw/mwn

English (LSJ)

   A v. λειπογνώμων.

German (Pape)

[Seite 51] ον, = λειπογνώμων, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπογνώμων: -ον, (γνώμων III) κυρίως ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, Ἴστρος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀμνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· καθόλου, ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, Πολυδ. Ζ΄, 184, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
mieux que λειπογνώμων;
qui ne marque pas, càd qui a perdu ses dents et dont on ne peut connaître l’âge.
Étymologie: λείπω, γνώμη.