ἐξαλαπάζω: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξᾰλᾰπάζω''': μέλλ. -ξω, [[ἐκπορθέω]], [[κυριεύω]], πόλιν Τροίην ἐϋτείχεον ἐξαλαπάξαι Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], κενῶ πόλιν τινὰ τῶν ἑαυτῆς κατοίκων, [[μεθίστημι]] τοὺς ἐνοικοῦντας εἰς ἕτερον τόπον ἵνα τοποθετήσω ἐν αὐτῇ νέους κατοίκους, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Ὀδ. Δ. 176· [[καθόλου]], [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, νῆας Ἰλ. Ν. 813, [[τεῖχος]] Υ. 30· μεταφ., [[ἀλλά]] με [[νόσος]] ἐξαλάπαξε Θεόκρ. 2. 85. Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 7. 1, 29. | |lstext='''ἐξᾰλᾰπάζω''': μέλλ. -ξω, [[ἐκπορθέω]], [[κυριεύω]], πόλιν Τροίην ἐϋτείχεον ἐξαλαπάξαι Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], κενῶ πόλιν τινὰ τῶν ἑαυτῆς κατοίκων, [[μεθίστημι]] τοὺς ἐνοικοῦντας εἰς ἕτερον τόπον ἵνα τοποθετήσω ἐν αὐτῇ νέους κατοίκους, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Ὀδ. Δ. 176· [[καθόλου]], [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, νῆας Ἰλ. Ν. 813, [[τεῖχος]] Υ. 30· μεταφ., [[ἀλλά]] με [[νόσος]] ἐξαλάπαξε Θεόκρ. 2. 85. Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 7. 1, 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐξαλαπάξω, <i>part. ao.</i> ἐξαλαπάξας, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> dépeupler;<br /><b>2</b> piller ; détruire : [[τεῖχος]], [[νῆας]] IL un rempart, des vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀλαπάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
A sack, storm, πόλιν Il.4.40, 1.129, etc.; also, empty a city of its inhabitants, clear it out, so as to plant new settlers in it, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Od.4.176: generally, destroy utterly, νῆας, τεῖχος, Il.13.813, 20.30: metaph., ἀλλά με νόσος ἐξαλάπαξεν Theoc. 2.85.—Ep. word, used by X.An.7.1.29.
German (Pape)
[Seite 866] (s. ἀλαπάζω), gänzlich ausleeren, πόλιν, die Stadt von ihren Bewohnern leer machen, um andere einziehen zu lassen, Od. 4, 176; gew. plündern, verwüsten, Τροίην, Il. 1, 128, τεῖχος, νῆας, Il. 13, 813. 20, 30, wie Hes. O. 187; auch Xen. An. 7, 1, 29; ἀλλά με νόσος ἐξαλάπαξε Theocr. 2, 85, erschöpfte mich.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλᾰπάζω: μέλλ. -ξω, ἐκπορθέω, κυριεύω, πόλιν Τροίην ἐϋτείχεον ἐξαλαπάξαι Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ― ὡσαύτως, κενῶ πόλιν τινὰ τῶν ἑαυτῆς κατοίκων, μεθίστημι τοὺς ἐνοικοῦντας εἰς ἕτερον τόπον ἵνα τοποθετήσω ἐν αὐτῇ νέους κατοίκους, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Ὀδ. Δ. 176· καθόλου, καταστρέφω ἐξ ὁλοκλήρου, νῆας Ἰλ. Ν. 813, τεῖχος Υ. 30· μεταφ., ἀλλά με νόσος ἐξαλάπαξε Θεόκρ. 2. 85. Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 7. 1, 29.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξαλαπάξω, part. ao. ἐξαλαπάξας, pf. inus.
1 dépeupler;
2 piller ; détruire : τεῖχος, νῆας IL un rempart, des vaisseaux.
Étymologie: ἐξ, ἀλαπάζω.