γυιόω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γυιόω''': ([[γυιός]]), [[κάμνω]] τινὰ χωλόν, γυιώσω ὑφ᾿ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους Ἰλ. Θ. 402, πρβλ. 416· οὕτω, γυιωθείς, χωλὸς γενόμενος, χωλωθείς, Ἡσ. Θ. 858, πρβλ. Ἱππ. Ἄρθρ. 819· - ἐξασθενῶ, ἐλαττώνω, σμικρύνω, Ἱππ. Ὀξ. 394, κτλ.
|lstext='''γυιόω''': ([[γυιός]]), [[κάμνω]] τινὰ χωλόν, γυιώσω ὑφ᾿ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους Ἰλ. Θ. 402, πρβλ. 416· οὕτω, γυιωθείς, χωλὸς γενόμενος, χωλωθείς, Ἡσ. Θ. 858, πρβλ. Ἱππ. Ἄρθρ. 819· - ἐξασθενῶ, ἐλαττώνω, σμικρύνω, Ἱππ. Ὀξ. 394, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> γυιώσω;<br />rendre boiteux, estropier.<br />'''Étymologie:''' [[γυιός]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιόω Medium diacritics: γυιόω Low diacritics: γυιόω Capitals: ΓΥΙΟΩ
Transliteration A: gyióō Transliteration B: guioō Transliteration C: gyioo Beta Code: guio/w

English (LSJ)

(γυιός)

   A lame, γυιώσω . . ὑφ' ἅρμασιν ὠκέας ἵππους Il.8.402, cf. 416; wound, Nic.Th.731; γυιωθείς lame, Hes.Th.858, cf. Hp. Art.52; weaken, reduce, Id.Acut.59; γ. βίης deprive of strength, Orph.Fr.135.

German (Pape)

[Seite 508] (γυιός), lähmen, Hom. zweimal, Iliad. 8, 402 γυιώσω μέν σφωιν ἳππους, 416 γυιώσειν μὲν σφῶιν ἵππους; Apollon. Lex. Homer. p. 55, 26; – γυιωθείς Hes. Th. 857; übh. schwächen, entkräften, Hippocr.; verwunden, Nic. Th. 731.

Greek (Liddell-Scott)

γυιόω: (γυιός), κάμνω τινὰ χωλόν, γυιώσω ὑφ᾿ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους Ἰλ. Θ. 402, πρβλ. 416· οὕτω, γυιωθείς, χωλὸς γενόμενος, χωλωθείς, Ἡσ. Θ. 858, πρβλ. Ἱππ. Ἄρθρ. 819· - ἐξασθενῶ, ἐλαττώνω, σμικρύνω, Ἱππ. Ὀξ. 394, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. γυιώσω;
rendre boiteux, estropier.
Étymologie: γυιός.