ὄντα: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄντα''': τά, πληθ. οὐδ. μετοχ. τοῦ [[εἰμὶ]] (sum) πράγματα ὑπάρχοντα, παρόντα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα· ἀλλὰ καὶ, 2) τὰ [[ὄντως]] ὑπάρχοντα, ἡ [[ἀλήθεια]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μὴ [[ὄντα]], σκιὰς τῶν ὄντων Πλάτ. Πολ. 532C, κτλ. ἴδε ἐν λέξ. εἰμί. ΙΙ. ὅ,τι ἔχει τις, [[περιουσία]], ὡς τὸ ἡ [[οὐσία]], Δη. 260. 12. | |lstext='''ὄντα''': τά, πληθ. οὐδ. μετοχ. τοῦ [[εἰμὶ]] (sum) πράγματα ὑπάρχοντα, παρόντα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα· ἀλλὰ καὶ, 2) τὰ [[ὄντως]] ὑπάρχοντα, ἡ [[ἀλήθεια]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μὴ [[ὄντα]], σκιὰς τῶν ὄντων Πλάτ. Πολ. 532C, κτλ. ἴδε ἐν λέξ. εἰμί. ΙΙ. ὅ,τι ἔχει τις, [[περιουσία]], ὡς τὸ ἡ [[οὐσία]], Δη. 260. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[εἰμί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
τά, neut. pl. part. of εἰμί
A (sum), the things which actually exist, the present, opp. the past and future, E.Hel.14 ; butalso, 2 reality, truth, opp. that which is not, Pl.Sph.263d ; actual objects, σκιὰς τῶν ὄντων Id.R.532c, etc. ; v. εἰμί. II that which one has, property, fortune (cf. οὐσία), D.18.102.
German (Pape)
[Seite 350] τά, part. praes. von εἰμί, w. m. s., das, was ist, sowohl das Gegenwärtige im Ggstz des Vergangenen u. Zukünftigen, als auch das, was wirklich ist, im Ggstz des Gedachten, das Wirkliche; auch das Vermögen, Hab und Gut, z. B. Dem. 18, 102.
Greek (Liddell-Scott)
ὄντα: τά, πληθ. οὐδ. μετοχ. τοῦ εἰμὶ (sum) πράγματα ὑπάρχοντα, παρόντα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα· ἀλλὰ καὶ, 2) τὰ ὄντως ὑπάρχοντα, ἡ ἀλήθεια κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μὴ ὄντα, σκιὰς τῶν ὄντων Πλάτ. Πολ. 532C, κτλ. ἴδε ἐν λέξ. εἰμί. ΙΙ. ὅ,τι ἔχει τις, περιουσία, ὡς τὸ ἡ οὐσία, Δη. 260. 12.