ἐϋστρεφής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐϋστρεφής''': -ές, ([[στρέφω]]) [[εὔστρεπτος]], ἐπὶ νευρᾶς τόξου, ἐϋστρεφέα νευρὴν Ἰλ. Ο. 463· ἐπὶ χορδῆς κιθάρας, ἐϋστρεφὲς [[ἔντερον]] οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἐπὶ σχοινίου, [[πεῖσμα]] ἐϋστρ. Κ. 167. ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ Ξ. 346· ἐπὶ λύγου, [[εὐλύγιστος]], ἐϋστρεφέεσι λύγοισιν Ι. 427. | |lstext='''ἐϋστρεφής''': -ές, ([[στρέφω]]) [[εὔστρεπτος]], ἐπὶ νευρᾶς τόξου, ἐϋστρεφέα νευρὴν Ἰλ. Ο. 463· ἐπὶ χορδῆς κιθάρας, ἐϋστρεφὲς [[ἔντερον]] οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἐπὶ σχοινίου, [[πεῖσμα]] ἐϋστρ. Κ. 167. ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ Ξ. 346· ἐπὶ λύγου, [[εὐλύγιστος]], ἐϋστρεφέεσι λύγοισιν Ι. 427. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq. c.</i> [[εὐστρεφής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (στρέφω)
A well-twisted, of a bow-string, ἐϋστρεφέα νευρήν Il.15.463; of a lyre-string, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός Od.21.408; πεῖσμα ἐϋ. 10.167; ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ 14.346; ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι 9.427; v. εὔστροφος. II shapely, ὦμοι Simm.1.10 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐϋστρεφής: -ές, (στρέφω) εὔστρεπτος, ἐπὶ νευρᾶς τόξου, ἐϋστρεφέα νευρὴν Ἰλ. Ο. 463· ἐπὶ χορδῆς κιθάρας, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἐπὶ σχοινίου, πεῖσμα ἐϋστρ. Κ. 167. ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ Ξ. 346· ἐπὶ λύγου, εὐλύγιστος, ἐϋστρεφέεσι λύγοισιν Ι. 427.
French (Bailly abrégé)
épq. c. εὐστρεφής.