παρομαρτέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρομαρτέω''': [[συνοδεύω]], παρακολουθῶ, Πλουτ. Ἀντών. 26, κτλ.· ἡ [[γοητεία]] προηγεῖται καὶ [[ἀναισχυντία]] παρ. Λουκ. Τίμ. 55, πρβλ. Εἰκόνας 9. | |lstext='''παρομαρτέω''': [[συνοδεύω]], παρακολουθῶ, Πλουτ. Ἀντών. 26, κτλ.· ἡ [[γοητεία]] προηγεῖται καὶ [[ἀναισχυντία]] παρ. Λουκ. Τίμ. 55, πρβλ. Εἰκόνας 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />accompagner, escorter, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁμαρτέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
A accompany, Plu.Ant.26, Aret.SA2.2, Jul.Caes.312c, etc.; πρεσβύτῃ χαλεπὰ π. Junc. ap. Stob.4.50.85; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία π. Luc. Tim.55, cf. Im.9, Porph.Abst.2.49, CPHerm. 6.15 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 526] begleiten, von den VLL. παρακολουθέω erkl.; Plut. Anton. 26 u. öfter; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ, Luc. Tim. 55.
Greek (Liddell-Scott)
παρομαρτέω: συνοδεύω, παρακολουθῶ, Πλουτ. Ἀντών. 26, κτλ.· ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἀναισχυντία παρ. Λουκ. Τίμ. 55, πρβλ. Εἰκόνας 9.