σωφρόνημα: Difference between revisions

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωφρόνημα''': τό, [[πρᾶξις]] σωφροσύνης, Ξεν. Ἀγησ. 5, 4, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 194, πρβλ. [[σωφρόνισμα]]. ΙΙ. = [[σωφρονιστής]], Ἀρίσταρχ. παρὰ Στοβ. σ. 602. 13.
|lstext='''σωφρόνημα''': τό, [[πρᾶξις]] σωφροσύνης, Ξεν. Ἀγησ. 5, 4, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 194, πρβλ. [[σωφρόνισμα]]. ΙΙ. = [[σωφρονιστής]], Ἀρίσταρχ. παρὰ Στοβ. σ. 602. 13.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />trait de modération.<br />'''Étymologie:''' [[σωφρονέω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρόνημα Medium diacritics: σωφρόνημα Low diacritics: σωφρόνημα Capitals: ΣΩΦΡΟΝΗΜΑ
Transliteration A: sōphrónēma Transliteration B: sōphronēma Transliteration C: sofronima Beta Code: swfro/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A an example of self-control, X.Ages.5.4, Stoic.3.136; cf. σωφρόνισμα.

German (Pape)

[Seite 1062] τό, die That eines σώφρων, Beweis von Mäßigung, Enthaltsamkeit, Xen. Ages. 5, 4. Auch was mäßig macht, Aristaroh. b. Stob. flor. 120, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρόνημα: τό, πρᾶξις σωφροσύνης, Ξεν. Ἀγησ. 5, 4, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 194, πρβλ. σωφρόνισμα. ΙΙ. = σωφρονιστής, Ἀρίσταρχ. παρὰ Στοβ. σ. 602. 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de modération.
Étymologie: σωφρονέω.