κάλλαιον: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάλλαιον''': τό, ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀλεκτρυόνος [[σαρκώδης]] [[λόφος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 2., 9. 50, 2· ― πληθυντ. κάλλαια, τά, ὁ [[σαρκώδης]] [[αὐτοῦ]] [[πώγων]], Λατ. palea, Ἀριστοφ. Ἱππ. 497. 2) τὰ οὐραῖα πτερὰ [[αὐτοῦ]], Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1278. 50. ― Ὁ [[τύπος]] κάλλεα ὑπῆρχεν [[ἄλλοτε]] ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 26., 15. 1· πληθ. κάλλεσιν εὕρηται καὶ νῦν παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 263. (Πιθ. ἐκλήθησαν [[ταῦτα]] [[οὕτως]] [[ἕνεκα]] τῶν εὐκόλως μεταβαλλομένων χρωμάτων αὐτῶν, πρβλ. κάλαϊς). | |lstext='''κάλλαιον''': τό, ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀλεκτρυόνος [[σαρκώδης]] [[λόφος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 2., 9. 50, 2· ― πληθυντ. κάλλαια, τά, ὁ [[σαρκώδης]] [[αὐτοῦ]] [[πώγων]], Λατ. palea, Ἀριστοφ. Ἱππ. 497. 2) τὰ οὐραῖα πτερὰ [[αὐτοῦ]], Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1278. 50. ― Ὁ [[τύπος]] κάλλεα ὑπῆρχεν [[ἄλλοτε]] ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 26., 15. 1· πληθ. κάλλεσιν εὕρηται καὶ νῦν παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 263. (Πιθ. ἐκλήθησαν [[ταῦτα]] [[οὕτως]] [[ἕνεκα]] τῶν εὐκόλως μεταβαλλομένων χρωμάτων αὐτῶν, πρβλ. κάλαϊς). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> crête de coq;<br /><b>2</b> jabot de coq;<br /><b>3</b> plumes de la queue du coq.<br />'''Étymologie:''' [[κάλλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A cock's comb, Arist.HA631b10, 28: pl., κάλλαια, τά, wattles, Ar.Eq.497, Ael.NA5.5, 15.2, Paus.9.23.4. 2 cock's tailfeathers, Ael.Dion.Fr.219.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλαιον: τό, ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀλεκτρυόνος σαρκώδης λόφος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 2., 9. 50, 2· ― πληθυντ. κάλλαια, τά, ὁ σαρκώδης αὐτοῦ πώγων, Λατ. palea, Ἀριστοφ. Ἱππ. 497. 2) τὰ οὐραῖα πτερὰ αὐτοῦ, Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1278. 50. ― Ὁ τύπος κάλλεα ὑπῆρχεν ἄλλοτε ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 26., 15. 1· πληθ. κάλλεσιν εὕρηται καὶ νῦν παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 263. (Πιθ. ἐκλήθησαν ταῦτα οὕτως ἕνεκα τῶν εὐκόλως μεταβαλλομένων χρωμάτων αὐτῶν, πρβλ. κάλαϊς).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 crête de coq;
2 jabot de coq;
3 plumes de la queue du coq.
Étymologie: κάλλος.