κατάτρησις: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάτρησις''': -εως, ἡ, [[διάτρησις]], τὸ διὰ μέσου τρυπᾶν, ὀπή, [[ἄνοιγμα]], γήϊνον [[πύκνωμα]] κισηροειδὲς ταῖς κατ. [[εἶναι]] τὸν ἥλιον Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 890C· τερηδὼν ὀστοῦ [[κατάτρησις]] ἀπὸ φθορᾶς Γαλην.· αἱ τῶν ῥινῶν κατατρήσεις Θωμ. Μάγιστρ. σ. 784· αἱ τῶν σφηκῶν κατατρήσεις Ἡσύχ. | |lstext='''κατάτρησις''': -εως, ἡ, [[διάτρησις]], τὸ διὰ μέσου τρυπᾶν, ὀπή, [[ἄνοιγμα]], γήϊνον [[πύκνωμα]] κισηροειδὲς ταῖς κατ. [[εἶναι]] τὸν ἥλιον Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 890C· τερηδὼν ὀστοῦ [[κατάτρησις]] ἀπὸ φθορᾶς Γαλην.· αἱ τῶν ῥινῶν κατατρήσεις Θωμ. Μάγιστρ. σ. 784· αἱ τῶν σφηκῶν κατατρήσεις Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />trou.<br />'''Étymologie:''' [[κατατιτράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A aperture, mostly pl., Epicur. ap. Placit.2.20.14, Dsc.5.102, Gal.7.728, al., Erot. s.v. σπόγγοι.
German (Pape)
[Seite 1386] ἡ, das Durchbohren, Sp.; das Loch, Epicur. bei Plut. plac. phil. 2, 20 E.
Greek (Liddell-Scott)
κατάτρησις: -εως, ἡ, διάτρησις, τὸ διὰ μέσου τρυπᾶν, ὀπή, ἄνοιγμα, γήϊνον πύκνωμα κισηροειδὲς ταῖς κατ. εἶναι τὸν ἥλιον Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 890C· τερηδὼν ὀστοῦ κατάτρησις ἀπὸ φθορᾶς Γαλην.· αἱ τῶν ῥινῶν κατατρήσεις Θωμ. Μάγιστρ. σ. 784· αἱ τῶν σφηκῶν κατατρήσεις Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
trou.
Étymologie: κατατιτράω.