τελείωσις: Difference between revisions
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τελείωσις''': ἢ τελέωσις, εως, ἡ, τελειοποίησις, [[συμπλήρωσις]], ἐπὶ φυσικῆς ἀναπτύξεως, τελείωσιν λαμβάνει τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 1, πρβλ. 6. 3, 1· τὴν τ. τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν [[αὐτόθι]] 7. 3, 10, κλπ.· ἡ τῶν καρπῶν τ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 3· - ἐπὶ τῶν ἔργων ἀνθρώπου, Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· - ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἡ [[ἀρετὴ]] τ. τις [[αὐτόθι]] 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3· εἰς τ. ἄγεσθαι τῆς φύσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 3. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἡ τ. τῶν συλλογισμῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 8, πρβλ. [[τελειόω]] Ι. 2. ΙΙ. τελειοποίησις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, δηλ. ὁ [[γάμος]], Ἑβδ (Ἱερεμ. Β΄, 2), πρβλ. [[τέλειος]] ΙΙ. 1. 2) τὸ [[βάπτισμα]], Ἐκκλ. 3) τὸ [[μαρτύριον]], καὶ [[καθόλου]] [[θάνατος]], [[αὐτόθι]]. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, ἐκτέλεσις, [[ἐκπλήρωσις]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 45, ι΄, 9. | |lstext='''τελείωσις''': ἢ τελέωσις, εως, ἡ, τελειοποίησις, [[συμπλήρωσις]], ἐπὶ φυσικῆς ἀναπτύξεως, τελείωσιν λαμβάνει τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 1, πρβλ. 6. 3, 1· τὴν τ. τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν [[αὐτόθι]] 7. 3, 10, κλπ.· ἡ τῶν καρπῶν τ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 3· - ἐπὶ τῶν ἔργων ἀνθρώπου, Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· - ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἡ [[ἀρετὴ]] τ. τις [[αὐτόθι]] 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3· εἰς τ. ἄγεσθαι τῆς φύσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 3. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἡ τ. τῶν συλλογισμῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 8, πρβλ. [[τελειόω]] Ι. 2. ΙΙ. τελειοποίησις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, δηλ. ὁ [[γάμος]], Ἑβδ (Ἱερεμ. Β΄, 2), πρβλ. [[τέλειος]] ΙΙ. 1. 2) τὸ [[βάπτισμα]], Ἐκκλ. 3) τὸ [[μαρτύριον]], καὶ [[καθόλου]] [[θάνατος]], [[αὐτόθι]]. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, ἐκτέλεσις, [[ἐκπλήρωσις]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 45, ι΄, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />accomplissement, achèvement.<br />'''Étymologie:''' [[τελειόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
or τελέωσις, εως, ἡ,
A development, completion, of physical growth, λαμβάνει τελέωσιν τὰ ᾠά Arist.HA543a19, cf. 561a5, Hp.Septim.1, Sor. 1.18, al., Gal.15.26; τὴν τ. τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν Arist.HA583b24, etc.; ἡ τῶν καρπῶν τ. Thphr.HP3.4.3; ἕως τελειώσεως to saturation-point, Epicur.Ep.2p.38U.; of a building, Arist.Ph.246a26; of a statue, Stoic.3.48; in moral sense, αἱ ἀρεταὶ τελειώσεις Arist.Ph.247a2, cf. 246a13, Metaph.1021b20; εἰς τὴν τ. ἄγεσθαι τῆς φύσεως Id.EN 1153a12. b execution of a legal instrument by completing it, BGU 1168.3 (i B.C.), PFlor.56.7, al. (iii A.D.). 2 in Logic, ἡ τ. τῶν συλλογισμῶν Arist.APr.42a35; cf. τελειόω 1.2. II attainment of manhood, AJA18.324 (Sardis, Epist. Augusti). b marriage, LXX Je.2.2; cf. τέλειος 1.2b, 11. II of events, accomplishment, fulfilment, Ev.Luc.1.45; λόγων LXX Ju.10.9.
German (Pape)
[Seite 1085] ἡ, das Vollenden; Arist. an. pr. 1, 6; das Vollbringen, auch das Reisen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τελείωσις: ἢ τελέωσις, εως, ἡ, τελειοποίησις, συμπλήρωσις, ἐπὶ φυσικῆς ἀναπτύξεως, τελείωσιν λαμβάνει τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 1, πρβλ. 6. 3, 1· τὴν τ. τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν αὐτόθι 7. 3, 10, κλπ.· ἡ τῶν καρπῶν τ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 3· - ἐπὶ τῶν ἔργων ἀνθρώπου, Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· - ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἡ ἀρετὴ τ. τις αὐτόθι 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3· εἰς τ. ἄγεσθαι τῆς φύσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 3. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἡ τ. τῶν συλλογισμῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 8, πρβλ. τελειόω Ι. 2. ΙΙ. τελειοποίησις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, δηλ. ὁ γάμος, Ἑβδ (Ἱερεμ. Β΄, 2), πρβλ. τέλειος ΙΙ. 1. 2) τὸ βάπτισμα, Ἐκκλ. 3) τὸ μαρτύριον, καὶ καθόλου θάνατος, αὐτόθι. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, ἐκτέλεσις, ἐκπλήρωσις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 45, ι΄, 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
accomplissement, achèvement.
Étymologie: τελειόω.