πανδημία: Difference between revisions
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πανδημία''': ἡ, [[σύμπας]] ὁ [[λαός]], π. ἐξάγειν Πλάτ. Νόμ. 829Β· π. καθιστάναι, ἐπὶ τοῦ Θησέως ἐν Ἀττικῇ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 346· πανδημίᾳ, ὡς ἐπίρρ., = πανδημεί, πάντες [[ὁμοῦ]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 602. | |lstext='''πανδημία''': ἡ, [[σύμπας]] ὁ [[λαός]], π. ἐξάγειν Πλάτ. Νόμ. 829Β· π. καθιστάναι, ἐπὶ τοῦ Θησέως ἐν Ἀττικῇ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 346· πανδημίᾳ, ὡς ἐπίρρ., = πανδημεί, πάντες [[ὁμοῦ]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 602. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />peuple entier ; <i>adv.</i> • πανδημίᾳ ESCHL <i>c.</i> [[πανδημεί]].<br />'''Étymologie:''' [[πάνδημος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A the whole people, π. ἐξάγειν Pl.Lg.829b; π. καθιστάναι, of Theseus in Attica, Arist.Fr.384, Plu.Thes.25; πανδημίᾳ, as Adv., = πανδημεί, A.Supp. 607.
German (Pape)
[Seite 458] ἡ, das ganze Volk; Plat. Legg. VII, 829 a πανδημίαν ἐξάγειν; – πανδημίᾳ, = Vorigem, Aesch. Suppl. 602.
Greek (Liddell-Scott)
πανδημία: ἡ, σύμπας ὁ λαός, π. ἐξάγειν Πλάτ. Νόμ. 829Β· π. καθιστάναι, ἐπὶ τοῦ Θησέως ἐν Ἀττικῇ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 346· πανδημίᾳ, ὡς ἐπίρρ., = πανδημεί, πάντες ὁμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 602.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
peuple entier ; adv. • πανδημίᾳ ESCHL c. πανδημεί.
Étymologie: πάνδημος.