ταπείνωμα: Difference between revisions
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰπείνωμα''': τό, τὸ ταπεινωθέν, χαμήλωμα· ― ἐν τῇ ἀστρονομίᾳ, ἡ [[ἀπόκλισις]] ἀστέρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὕψωμα]], Πλούτ. 2. 149Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 35. ΙΙ. [[ταπείνωσις]], [[ταπεινοφροσύνη]], Εὐστ. Πονημ. 265. 78. | |lstext='''τᾰπείνωμα''': τό, τὸ ταπεινωθέν, χαμήλωμα· ― ἐν τῇ ἀστρονομίᾳ, ἡ [[ἀπόκλισις]] ἀστέρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὕψωμα]], Πλούτ. 2. 149Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 35. ΙΙ. [[ταπείνωσις]], [[ταπεινοφροσύνη]], Εὐστ. Πονημ. 265. 78. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />position inférieure d’un astre.<br />'''Étymologie:''' [[ταπεινόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, Astrol., the
A dejection of a planet (i.e. the sign opposite to that in which it is exalted), opp. ὕψωμα, Plu.2.149a, S.E.M.5.35, Ptol.Tetr.41, PPar.19 bis 19, al. (ii A.D.), PSI4.312.12 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1069] τό, das Erniedrigte; in der Astronomie sind ταπεινώματα der niedrige Stand der Gestirne, im Ggstz von ὕψωμα; S. Emp. adv. astrol. 35; Cleomed. u. Plut. sept. sap. conv. 3.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰπείνωμα: τό, τὸ ταπεινωθέν, χαμήλωμα· ― ἐν τῇ ἀστρονομίᾳ, ἡ ἀπόκλισις ἀστέρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὕψωμα, Πλούτ. 2. 149Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 35. ΙΙ. ταπείνωσις, ταπεινοφροσύνη, Εὐστ. Πονημ. 265. 78.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
position inférieure d’un astre.
Étymologie: ταπεινόω.