περιπλανάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπλᾰνάομαι''': ἀποθ., πλανῶμαι [[τῇδε]] κἀκεῖσε, Λιβύην Ἡρόδ. 4. 151, πρβλ. Valck. εἰς 7. 16, 2· μεταφ., κυμαίνομαι [[πέριξ]] τινός, ὡς ἡ λεοντῆ περὶ τὸ [[σῶμα]] τοῦ Ἡρακλέους, Πίνδ. Ι. 6 (5). 2) ἀπολ., περιπλανῶμαι, Λουκ. Ἑρμότ. 59. κτλ.· μεταφορ., [[πράττω]] τι διὰ περιστροφῶν καὶ οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν διὰ τρόπου συντόμου, ἀλλ’, ὦ παῖ, οὐκ ἀχθόμενοι [[ταῦτα]] περιπλανώμεθα, Ξεν. Κύρ. 1. 5. 5· περιπεπλανημένα μέτρα, ἀνώμαλα, ἄτακτα, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50.
|lstext='''περιπλᾰνάομαι''': ἀποθ., πλανῶμαι [[τῇδε]] κἀκεῖσε, Λιβύην Ἡρόδ. 4. 151, πρβλ. Valck. εἰς 7. 16, 2· μεταφ., κυμαίνομαι [[πέριξ]] τινός, ὡς ἡ λεοντῆ περὶ τὸ [[σῶμα]] τοῦ Ἡρακλέους, Πίνδ. Ι. 6 (5). 2) ἀπολ., περιπλανῶμαι, Λουκ. Ἑρμότ. 59. κτλ.· μεταφορ., [[πράττω]] τι διὰ περιστροφῶν καὶ οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν διὰ τρόπου συντόμου, ἀλλ’, ὦ παῖ, οὐκ ἀχθόμενοι [[ταῦτα]] περιπλανώμεθα, Ξεν. Κύρ. 1. 5. 5· περιπεπλανημένα μέτρα, ἀνώμαλα, ἄτακτα, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> errer autour de, acc.;<br /><b>2</b> errer de tous côtés, au hasard ; <i>fig.</i> être incertain.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], πλανάομαι.
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλᾰνάομαι Medium diacritics: περιπλανάομαι Low diacritics: περιπλανάομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΛΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: periplanáomai Transliteration B: periplanaomai Transliteration C: periplanaomai Beta Code: periplana/omai

English (LSJ)

   A wander about, [Κρήτην] Hdt.4.151 : metaph., float round about one, as the lion's skin round Heracles, Pi.I. 6(5).47.    2 abs., wander, Luc.Herm.59, D.C.47.21, etc.: metaph., ταῦτα π. to be in this state of uncertainty, X.Cyr.1.3.5; περιπλανᾶσθαι τὸν αὐλικὸν . . ᾑρημένον βίον Phld.Ind.Sto.13; περιπεπλανημένα μέτρα erratic, irregular, D.H.Dem.50.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλᾰνάομαι: ἀποθ., πλανῶμαι τῇδε κἀκεῖσε, Λιβύην Ἡρόδ. 4. 151, πρβλ. Valck. εἰς 7. 16, 2· μεταφ., κυμαίνομαι πέριξ τινός, ὡς ἡ λεοντῆ περὶ τὸ σῶμα τοῦ Ἡρακλέους, Πίνδ. Ι. 6 (5). 2) ἀπολ., περιπλανῶμαι, Λουκ. Ἑρμότ. 59. κτλ.· μεταφορ., πράττω τι διὰ περιστροφῶν καὶ οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν διὰ τρόπου συντόμου, ἀλλ’, ὦ παῖ, οὐκ ἀχθόμενοι ταῦτα περιπλανώμεθα, Ξεν. Κύρ. 1. 5. 5· περιπεπλανημένα μέτρα, ἀνώμαλα, ἄτακτα, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 errer autour de, acc.;
2 errer de tous côtés, au hasard ; fig. être incertain.
Étymologie: περί, πλανάομαι.