ἐνομιλέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνομιλέω''': [[ὁμιλέω]] ἐν, Δίων Κ. 43. 15, κλ. ΙΙ. συναναστρέφομαι, [[λαμβάνω]], πεῖραν, [[γνωρίζω]], Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκὼς Πλουτ. Ἀντών. 41. | |lstext='''ἐνομιλέω''': [[ὁμιλέω]] ἐν, Δίων Κ. 43. 15, κλ. ΙΙ. συναναστρέφομαι, [[λαμβάνω]], πεῖραν, [[γνωρίζω]], Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκὼς Πλουτ. Ἀντών. 41. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />se familiariser avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὁμιλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
A = ὁμιλέω ἐν... D.C.43.15; τοῖς ἀνθρωπείοις καὶ φθαρτοῖς Ph.1.363, al. II to be well acquainted with, πολλὰ τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plu.Ant.41. III Pass., to be made familiar, εὐθὺς ἐκ παιδίων -ημέναι δόξαι Polystr.p.32 W.
German (Pape)
[Seite 849] darin verkehren, Sp.; τῇ πόλει Philostr., τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plut. Anton. 41, damit bekannt geworden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνομιλέω: ὁμιλέω ἐν, Δίων Κ. 43. 15, κλ. ΙΙ. συναναστρέφομαι, λαμβάνω, πεῖραν, γνωρίζω, Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκὼς Πλουτ. Ἀντών. 41.