ἀλέξημα: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλέξημα''': -ατος, τό, ([[ἀλέξω]]) [[ὑπεράσπισις]], [[προστασία]], [[βοήθεια]], Αἰσχύλ. Πρ. 479· ἀλ. [[πρός]] τι, [[ὑπεράσπισις]] κατά τινος, Διον. Ἁλ. 7. 13. | |lstext='''ἀλέξημα''': -ατος, τό, ([[ἀλέξω]]) [[ὑπεράσπισις]], [[προστασία]], [[βοήθεια]], Αἰσχύλ. Πρ. 479· ἀλ. [[πρός]] τι, [[ὑπεράσπισις]] κατά τινος, Διον. Ἁλ. 7. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />défense, secours.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέξω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A defence, guard, help, A.Pr.479: c. gen., remedy for, ὀδύνης Hp.Mul.2.212; protection against, κρύους καὶ θάλπους Gal.UP12.3; ὑπονοίας Longin. 17.2; ἀ. πρός τι D.H.7.13, Paus.10.18.3.
German (Pape)
[Seite 92] τό, Schutz-, Heilmittel, Aesch. Pr. 477; Dion. H. τὰ πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλ. 7, 13, u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέξημα: -ατος, τό, (ἀλέξω) ὑπεράσπισις, προστασία, βοήθεια, Αἰσχύλ. Πρ. 479· ἀλ. πρός τι, ὑπεράσπισις κατά τινος, Διον. Ἁλ. 7. 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
défense, secours.
Étymologie: ἀλέξω.