θυμάλωψ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμάλωψ''': ᾰ, ωπος, ὁ, [[τεμάχιον]] ξύλου ἢ ἄνθρακος ἀνημμένον, δαυλός, καίων [[ἄνθραξ]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 231 (ἴδε ἐν λέξει ἐπιζέω), Θεσμ. 729, Στράττ. π. Ψυχ. 5, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 110, 152, Ι΄, 101. (Ἐκ τοῦ [[τύφω]], [[ὥστε]] κατ’ ἀκριβολογίαν ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] θυμμάλωψ· περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. [[μώλωψ]], [[αἱμάλωψ]]).
|lstext='''θῡμάλωψ''': ᾰ, ωπος, ὁ, [[τεμάχιον]] ξύλου ἢ ἄνθρακος ἀνημμένον, δαυλός, καίων [[ἄνθραξ]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 231 (ἴδε ἐν λέξει ἐπιζέω), Θεσμ. 729, Στράττ. π. Ψυχ. 5, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 110, 152, Ι΄, 101. (Ἐκ τοῦ [[τύφω]], [[ὥστε]] κατ’ ἀκριβολογίαν ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] θυμμάλωψ· περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. [[μώλωψ]], [[αἱμάλωψ]]).
}}
{{bailly
|btext=ωπος (ὁ) :<br />tison à moitié brûlé.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμάλωψ Medium diacritics: θυμάλωψ Low diacritics: θυμάλωψ Capitals: ΘΥΜΑΛΩΨ
Transliteration A: thymálōps Transliteration B: thymalōps Transliteration C: thymalops Beta Code: quma/lwy

English (LSJ)

[ᾰ], ωπος, ὁ,

   A piece of burning wood or charcoal, Ar.Ach.321, Th.729, Stratt.55, Luc.Lex.24. (τύφω: for the termin., cf. αἱμάλωψ.)

German (Pape)

[Seite 1222] ωπος, ὁ, nach deu alten Erkl. οἱ ἀπολελειμμένοι τῆς θύψεως (τύφω) ἄνθρακες, οἱ ἡμίκαυτοι, halbverbrannter Feuerbrand. Gluthkohle; Ar. Ach. 320, wo man es Kohlenmeiler übersetzt; Thesm. 729.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμάλωψ: ᾰ, ωπος, ὁ, τεμάχιον ξύλου ἢ ἄνθρακος ἀνημμένον, δαυλός, καίων ἄνθραξ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 231 (ἴδε ἐν λέξει ἐπιζέω), Θεσμ. 729, Στράττ. π. Ψυχ. 5, Πολυδ. Ζ΄, 110, 152, Ι΄, 101. (Ἐκ τοῦ τύφω, ὥστε κατ’ ἀκριβολογίαν ἔπρεπε νὰ εἶναι θυμμάλωψ· περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. μώλωψ, αἱμάλωψ).

French (Bailly abrégé)

ωπος (ὁ) :
tison à moitié brûlé.
Étymologie: θύω¹.