ποτιπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτιπτήσσω''': Δωρ. ἀντὶ προσπτ- ([[ὅπερ]] ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, [[προσκλίνω]], ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― [[ὅπερ]] ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ [[προσπίπτω]], ἀλλὰ πρβλ. [[πτήσσω]].
|lstext='''ποτιπτήσσω''': Δωρ. ἀντὶ προσπτ- ([[ὅπερ]] ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, [[προσκλίνω]], ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― [[ὅπερ]] ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ [[προσπίπτω]], ἀλλὰ πρβλ. [[πτήσσω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>part pf. fém. pl.</i> ποτιπεπτηυῖαι;<br />s’appuyer contre, <i>càd</i> couvrir, protéger <i>en parl. des pointes de terre à l’extrémité d’un port</i>.<br />'''Étymologie:''' épq. p. *προσ-[[πτήσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιπτήσσω Medium diacritics: ποτιπτήσσω Low diacritics: ποτιπτήσσω Capitals: ΠΟΤΙΠΤΗΣΣΩ
Transliteration A: potiptḗssō Transliteration B: potiptēssō Transliteration C: potiptisso Beta Code: potipth/ssw

English (LSJ)

   A = προσπτ- (which is not found), crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ep. pf. part.) verging towards it, so as to shut it in, Od.13.98.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιπτήσσω: Δωρ. ἀντὶ προσπτ- (ὅπερ ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, προσκλίνω, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι οὕτως ὥστε νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― ὅπερ ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ προσπίπτω, ἀλλὰ πρβλ. πτήσσω.

French (Bailly abrégé)

part pf. fém. pl. ποτιπεπτηυῖαι;
s’appuyer contre, càd couvrir, protéger en parl. des pointes de terre à l’extrémité d’un port.
Étymologie: épq. p. *προσ-πτήσσω.