σφαλερός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφᾰλερός''': -ά, -όν, ([[σφάλλω]]) ὁ δυνάμενος νὰ κάμῃ τινὰ νὰ πέσῃ ἢ προσκόψῃ, μεταφορ., [[ὀλισθηρός]], ἐπικίνδυνος, [[κινδυνώδης]], Λατ. lubricus, τυραννὶς [[χρῆμα]] σφαλερὸν Ἡρόδ. 3. 53· τῶν γνωμέων... τὴν σφαλερωτέρην σεωυτῷ ὁ αὐτ. 7. 16, 1 σφαλερὸν ἡγεμὼν θρασὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 508· τοῦτο δέ γ’ ἐστὶν τὸ καλὸν σφαλερὸν ὁ αὐτ. Ι. Α. 22 βιοτά... ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 908· πάντων σφαλερώτατον, ἐπὶ τῶν μελλόντων νὰ συμβῶσι, Θουκ. 4. 62, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1244· ἐπὶ ποιημάτων, Πλάτ. Νόμ. 814Β· σφ. [[τύπος]], [[μέρος]] [[ὅπου]] τὰ συμπτώματα [[εἶναι]] ἐπικίνδυνα, Ἱππ. Προγν. 44· - σφαλερόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 450Ε, Νόμ. 688Β· σφ. τὸ ἐπιχειρῆσαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 2. ΙΙ. (σφάλλομαι) ὁ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, ἐπιρρεπὴς εἰς πτῶσιν, [[ἀσταθής]], κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμ. 371· ῥῦμα Σοφ. Αἴ. 159· σφ. πρὸς ὑγίειαν [[ἕξις]], [[ἀβέβαιος]] ὡς πρὸς τὴν ὑγείαν, Πλάτ. Πολ. 404Α. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὅτε ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως κυμαίνεται μεταξὺ Ι εἰς ΙΙ, ἴχνεσι σφαλεροὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 189, πρβλ. 300· σφ. σύμμαχοι, ἄστατοι, ἀβέβαιοι, Δημ. 11.3· προστάτης σφ. Ποιητ. παρὰ Στοβ. τ. 43. 3. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ψευδευριπ. Ι. Α. 601, Ἰσοκρ. 104Α. | |lstext='''σφᾰλερός''': -ά, -όν, ([[σφάλλω]]) ὁ δυνάμενος νὰ κάμῃ τινὰ νὰ πέσῃ ἢ προσκόψῃ, μεταφορ., [[ὀλισθηρός]], ἐπικίνδυνος, [[κινδυνώδης]], Λατ. lubricus, τυραννὶς [[χρῆμα]] σφαλερὸν Ἡρόδ. 3. 53· τῶν γνωμέων... τὴν σφαλερωτέρην σεωυτῷ ὁ αὐτ. 7. 16, 1 σφαλερὸν ἡγεμὼν θρασὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 508· τοῦτο δέ γ’ ἐστὶν τὸ καλὸν σφαλερὸν ὁ αὐτ. Ι. Α. 22 βιοτά... ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 908· πάντων σφαλερώτατον, ἐπὶ τῶν μελλόντων νὰ συμβῶσι, Θουκ. 4. 62, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1244· ἐπὶ ποιημάτων, Πλάτ. Νόμ. 814Β· σφ. [[τύπος]], [[μέρος]] [[ὅπου]] τὰ συμπτώματα [[εἶναι]] ἐπικίνδυνα, Ἱππ. Προγν. 44· - σφαλερόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 450Ε, Νόμ. 688Β· σφ. τὸ ἐπιχειρῆσαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 2. ΙΙ. (σφάλλομαι) ὁ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, ἐπιρρεπὴς εἰς πτῶσιν, [[ἀσταθής]], κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμ. 371· ῥῦμα Σοφ. Αἴ. 159· σφ. πρὸς ὑγίειαν [[ἕξις]], [[ἀβέβαιος]] ὡς πρὸς τὴν ὑγείαν, Πλάτ. Πολ. 404Α. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὅτε ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως κυμαίνεται μεταξὺ Ι εἰς ΙΙ, ἴχνεσι σφαλεροὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 189, πρβλ. 300· σφ. σύμμαχοι, ἄστατοι, ἀβέβαιοι, Δημ. 11.3· προστάτης σφ. Ποιητ. παρὰ Στοβ. τ. 43. 3. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ψευδευριπ. Ι. Α. 601, Ἰσοκρ. 104Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />qui glisse <i>ou</i> tombe facilement :<br /><b>1</b> vacillant, chancelant, faible;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> inconstant, incertain;<br /><b>3</b> peu sûr, dangereux;<br /><i>Cp.</i> σφαλερώτερος, <i>Sp.</i> σφαλερώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σφάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, (σφάλλω)
A likely to make one stumble or trip metaph., slippery, perilous, τυραννὶς χρῆμα σ. Hdt.3.53; γνωμέω . . τὴν -ωτέρην σεωυτῷ Id.7.16.ά; σφαλερὸν ἡγεμὼν θρασύς E.Supp. 508; τοῦτο δέ γ ἐστὶν τὸ καλὸν σ. Id.IA21 (anap.); ὦ βιοτή . . ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖσαι Id.Fr.916 (lyr.); πάντων -ώτατον, of future events, Th.4.62, cf. Hp.Aph.1.1; -ώτατοι καιροί Phld.Oec.p.48 J., SIG796 B 10 (Epid., i A.D.); of poems, Pl.Lg.810b; σ. τρόπος (v.l. τόπος) Hp.Prog.22; σφαλερόν [ἐστι], c. inf., Pl.R.451a, Lg.688b; τὸ ἐπιχειρῆσαι σ. X.HG2.1.2. Adv. Comp. -ώτερον, νοσεῖν to be more dangerously ill, Gal.15.724. II (σφάλλομαι) ready to fall, tottering, reeling, κῶλα A.Eu.371 (lyr.); ῥῦμα S.Aj.159 (anap.); σῶμα σ. ἐν ταῖς κινήσεσι, of revellers and sufferers from coma, Gal. 7.645; ἕξις σ. πρὸς ὑγίειαν uncertain in point of health, Pl.R.404a. Adv. -ρῶς, ὑγιαίνειν enjoy health precariously, Gal.6.810. III of persons, where the sense often fluctuates between 1 and 11, ἴχνεσι σφαλεροί Nic.Al.189, cf. 400; σ. σύμμαχοι uncertain, D.1.7; προστάτης σ. E.Fr.774.3. Adv. -ρῶς Id.IA600 (anap.), Isoc.7.1.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰλερός: -ά, -όν, (σφάλλω) ὁ δυνάμενος νὰ κάμῃ τινὰ νὰ πέσῃ ἢ προσκόψῃ, μεταφορ., ὀλισθηρός, ἐπικίνδυνος, κινδυνώδης, Λατ. lubricus, τυραννὶς χρῆμα σφαλερὸν Ἡρόδ. 3. 53· τῶν γνωμέων... τὴν σφαλερωτέρην σεωυτῷ ὁ αὐτ. 7. 16, 1 σφαλερὸν ἡγεμὼν θρασὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 508· τοῦτο δέ γ’ ἐστὶν τὸ καλὸν σφαλερὸν ὁ αὐτ. Ι. Α. 22 βιοτά... ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 908· πάντων σφαλερώτατον, ἐπὶ τῶν μελλόντων νὰ συμβῶσι, Θουκ. 4. 62, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1244· ἐπὶ ποιημάτων, Πλάτ. Νόμ. 814Β· σφ. τύπος, μέρος ὅπου τὰ συμπτώματα εἶναι ἐπικίνδυνα, Ἱππ. Προγν. 44· - σφαλερόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 450Ε, Νόμ. 688Β· σφ. τὸ ἐπιχειρῆσαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 2. ΙΙ. (σφάλλομαι) ὁ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, ἐπιρρεπὴς εἰς πτῶσιν, ἀσταθής, κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμ. 371· ῥῦμα Σοφ. Αἴ. 159· σφ. πρὸς ὑγίειαν ἕξις, ἀβέβαιος ὡς πρὸς τὴν ὑγείαν, Πλάτ. Πολ. 404Α. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὅτε ἡ σημασία τῆς λέξεως κυμαίνεται μεταξὺ Ι εἰς ΙΙ, ἴχνεσι σφαλεροὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 189, πρβλ. 300· σφ. σύμμαχοι, ἄστατοι, ἀβέβαιοι, Δημ. 11.3· προστάτης σφ. Ποιητ. παρὰ Στοβ. τ. 43. 3. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ψευδευριπ. Ι. Α. 601, Ἰσοκρ. 104Α.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui glisse ou tombe facilement :
1 vacillant, chancelant, faible;
2 fig. inconstant, incertain;
3 peu sûr, dangereux;
Cp. σφαλερώτερος, Sp. σφαλερώτατος.
Étymologie: σφάλλω.