ὀλβίζω: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλβίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: ἀόρ. ὤλβισα Τραγ. ― Παθ., ἴδε κατωτ. Καθιστῶ τινα ὄλβιον, εὐδαίμονα, Εὐρ. Φοίν. 1689, Ἑλ. 228· ― [[μακαρίζω]], «καλοτυχίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 928, Σοφ. Ο. Τ. 1529, κτλ.· ― εἶμαι ἢ θεωροῦμαι [[ὄλβιος]], [[μακάριος]], τίς δ’ [[οἶκος]].. ὠλβίσθη ποτέ; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 679· οἱ τὰ πρῶτ’ ὠλβισμένοι Εὐρ. Ι. Α. 51· μέγα ὀλβισθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1253. | |lstext='''ὀλβίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: ἀόρ. ὤλβισα Τραγ. ― Παθ., ἴδε κατωτ. Καθιστῶ τινα ὄλβιον, εὐδαίμονα, Εὐρ. Φοίν. 1689, Ἑλ. 228· ― [[μακαρίζω]], «καλοτυχίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 928, Σοφ. Ο. Τ. 1529, κτλ.· ― εἶμαι ἢ θεωροῦμαι [[ὄλβιος]], [[μακάριος]], τίς δ’ [[οἶκος]].. ὠλβίσθη ποτέ; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 679· οἱ τὰ πρῶτ’ ὠλβισμένοι Εὐρ. Ι. Α. 51· μέγα ὀλβισθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1253. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> [[ὤλβισα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> rendre heureux;<br /><b>2</b> regarder comme heureux.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ιῶ E.Hel.228 : aor. ὤλβισα S.Fr.646.1, etc. :—Pass. (v. infr.) :—make happy, E.Ph.1689, Hel.l.c.(lyr.); deem or pronounce happy, A.Ag.928, S.OT1529, etc. :—Pass., to be or be deemed happy, τίς δ' οἶκος . . ὠλβίσθη ποτέ ; Id.Fr.942 ; οἱ τὰ πρῶτ' ὠλβισμένοι E.IA 51 ; μέγα ὀλβισθείς Id.Tr.1253 (anap.).
German (Pape)
[Seite 318] (glücklich machen), glücklich preisen, wie μακαρίζω; Aesch. Ag. 902; Soph. O. R. 1529; ἐνεγκὼν τἀπινίκια ὠλβίζετο, El. 683; oft Eur., οἱ τὰ πρῶτ' ὠλβισμένοι I. A. 51, μέγα ὀλβισθείς Troad. 1253; Ar. Th. 18; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: ἀόρ. ὤλβισα Τραγ. ― Παθ., ἴδε κατωτ. Καθιστῶ τινα ὄλβιον, εὐδαίμονα, Εὐρ. Φοίν. 1689, Ἑλ. 228· ― μακαρίζω, «καλοτυχίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 928, Σοφ. Ο. Τ. 1529, κτλ.· ― εἶμαι ἢ θεωροῦμαι ὄλβιος, μακάριος, τίς δ’ οἶκος.. ὠλβίσθη ποτέ; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 679· οἱ τὰ πρῶτ’ ὠλβισμένοι Εὐρ. Ι. Α. 51· μέγα ὀλβισθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1253.
French (Bailly abrégé)
ao. ὤλβισα, pf. inus.
1 rendre heureux;
2 regarder comme heureux.
Étymologie: ὄλβος.