σύμπληξις: Difference between revisions
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμπληξις''': ἡ [[σύγκρουσις]], [[φευκτέον]] τὰς τῶν μακρῶν στοιχείων συμπλήξεις Δημ. Φαληρ. § 207, 299· πρβλ. [[συμπίλησις]]. | |lstext='''σύμπληξις''': ἡ [[σύγκρουσις]], [[φευκτέον]] τὰς τῶν μακρῶν στοιχείων συμπλήξεις Δημ. Φαληρ. § 207, 299· πρβλ. [[συμπίλησις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />choc, conflit.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πλήσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A collision, Demetr.Eloc.207; concurrence, τῶν δύο [ὀνομάτων] ib.105.
German (Pape)
[Seite 988] ἡ, das Zusammenschlagen, -stoßen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπληξις: ἡ σύγκρουσις, φευκτέον τὰς τῶν μακρῶν στοιχείων συμπλήξεις Δημ. Φαληρ. § 207, 299· πρβλ. συμπίλησις.