ἀδήριτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδήρῑτος''': -ον, (δηρίομαι) ὁ [[ἄνευ]] ἀγῶνος ἢ μάχης, Ἰλ. Ρ. 42, [[ἔνθα]] ἴδε Spitzn. 2) [[ἀκαταμάχητος]], ἀδιαφιλονείκητος, Ὀρφ. Ἀργ. 849, Πολύβ. 1. 2. 3: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 93. 1. ΙΙ. καθ’ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ πολεμήσῃ, [[ἀκαταμάχητος]]· ἀνάγκης [[σθένος]], Αἰσχύλ. Πρ. 105.
|lstext='''ἀδήρῑτος''': -ον, (δηρίομαι) ὁ [[ἄνευ]] ἀγῶνος ἢ μάχης, Ἰλ. Ρ. 42, [[ἔνθα]] ἴδε Spitzn. 2) [[ἀκαταμάχητος]], ἀδιαφιλονείκητος, Ὀρφ. Ἀργ. 849, Πολύβ. 1. 2. 3: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 93. 1. ΙΙ. καθ’ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ πολεμήσῃ, [[ἀκαταμάχητος]]· ἀνάγκης [[σθένος]], Αἰσχύλ. Πρ. 105.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans combat;<br /><b>2</b> qu’on ne peut combattre, invincible, inexpugnable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δηρίω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδήριτος Medium diacritics: ἀδήριτος Low diacritics: αδήριτος Capitals: ΑΔΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: adḗritos Transliteration B: adēritos Transliteration C: adiritos Beta Code: a)dh/ritos

English (LSJ)

ον,

   A without strife or battle, Il.17.42.    2 uncontested, undisputed, Plb.1.2.3, Orph.A.846. Adv. ἀδηρί-τως Plb.3.93.1, D.S.4.14, Plu.Caes.3.    II not to be striven against, unconquerable, ἀνάγκης σθένος A.Pr.105.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδήρῑτος: -ον, (δηρίομαι) ὁ ἄνευ ἀγῶνος ἢ μάχης, Ἰλ. Ρ. 42, ἔνθα ἴδε Spitzn. 2) ἀκαταμάχητος, ἀδιαφιλονείκητος, Ὀρφ. Ἀργ. 849, Πολύβ. 1. 2. 3: - οὕτως ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 93. 1. ΙΙ. καθ’ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ πολεμήσῃ, ἀκαταμάχητος· ἀνάγκης σθένος, Αἰσχύλ. Πρ. 105.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans combat;
2 qu’on ne peut combattre, invincible, inexpugnable.
Étymologie: ἀ, δηρίω.