ἄζα: Difference between revisions
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄζα''': ἡ, (ἴδ. ἄζω) = [[θερμότης]], ἠελίου, Ὀππ. Κ. 1. 134. πρβλ. 3. 324. [[ξηρασία]], [[ξηρότης]] τοῦ δέρματος: [[χροός]], Νίκ. Θ. 304, [[ἔνθα]] ὁ Schneid. ἔχει ἄτῃ˙ ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Χ. 184 παλαιὰ ἀσπὶς ([[σάκκος]]) λέγεται ὅτι ἦτο πεπαλαγμένον ἄζῃ, = κεκαλυμμένον ὑπὸ ἀκαθαρσίας ἢ εὐρῶτος: - ἐπὶ ξηρᾶς ὑποστάθμης, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 109. | |lstext='''ἄζα''': ἡ, (ἴδ. ἄζω) = [[θερμότης]], ἠελίου, Ὀππ. Κ. 1. 134. πρβλ. 3. 324. [[ξηρασία]], [[ξηρότης]] τοῦ δέρματος: [[χροός]], Νίκ. Θ. 304, [[ἔνθα]] ὁ Schneid. ἔχει ἄτῃ˙ ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Χ. 184 παλαιὰ ἀσπὶς ([[σάκκος]]) λέγεται ὅτι ἦτο πεπαλαγμένον ἄζῃ, = κεκαλυμμένον ὑπὸ ἀκαθαρσίας ἢ εὐρῶτος: - ἐπὶ ξηρᾶς ὑποστάθμης, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 109. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />brunissure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A heat, ἠελίου Opp.C.1.134, cf. 3.324. 2 dryness, of the skin, χροός Nic.Th.304. 3 metaph., unsatisfied desire, Call.in PGen.97 ii 7. II dirt, mould, σάκος πεπαλαγμένον ἄζη Od. 22.184. 2 dry sediment, Sch. Theoc.5.109. (Cf. Lat. areo.)
German (Pape)
[Seite 43] ἡ, Dürre, χροός Nic. Th. 303; Gluth, ἠελίοιο Opp. C. 1, 133, vgl. 3, 324; Staub, Schmutz, σάκος πεπαλαγμένον ἄζῃ Hom. Od. 22, 184 (ἅπαξ εἰρημ.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄζα: ἡ, (ἴδ. ἄζω) = θερμότης, ἠελίου, Ὀππ. Κ. 1. 134. πρβλ. 3. 324. ξηρασία, ξηρότης τοῦ δέρματος: χροός, Νίκ. Θ. 304, ἔνθα ὁ Schneid. ἔχει ἄτῃ˙ ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Χ. 184 παλαιὰ ἀσπὶς (σάκκος) λέγεται ὅτι ἦτο πεπαλαγμένον ἄζῃ, = κεκαλυμμένον ὑπὸ ἀκαθαρσίας ἢ εὐρῶτος: - ἐπὶ ξηρᾶς ὑποστάθμης, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 109.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
brunissure.
Étymologie: ἄζω.