ἀδιέξοδος: Difference between revisions
From LSJ
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιέξοδος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διεξέλθῃ, τὸ ἄπειρον, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 2. 2) μὴ ἔχων διέξοδον, ἐπὶ τόπων, Ἀππ. Μιθρ. 100. II. ἐνεργ., [[ἀνίκανος]] νὰ ἐξέλθῃ διὰ μέσου, Ἀνθ. II. 11. 395, πρβλ. Πλούτ. 2. 679B. | |lstext='''ἀδιέξοδος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διεξέλθῃ, τὸ ἄπειρον, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 2. 2) μὴ ἔχων διέξοδον, ἐπὶ τόπων, Ἀππ. Μιθρ. 100. II. ἐνεργ., [[ἀνίκανος]] νὰ ἐξέλθῃ διὰ μέσου, Ἀνθ. II. 11. 395, πρβλ. Πλούτ. 2. 679B. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans issue.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διέξοδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A that cannot be gone through, τὸ ἄπειρον Arist.Ph.204a14. 2 having no outlet, of places, App.Mith.100, Plu.2.957d. II Act., unable to get out, AP 11.395 (Nicarch.), cf Plu.2.679b, Ocell.1.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιέξοδος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διεξέλθῃ, τὸ ἄπειρον, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 2. 2) μὴ ἔχων διέξοδον, ἐπὶ τόπων, Ἀππ. Μιθρ. 100. II. ἐνεργ., ἀνίκανος νὰ ἐξέλθῃ διὰ μέσου, Ἀνθ. II. 11. 395, πρβλ. Πλούτ. 2. 679B.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans issue.
Étymologie: ἀ, διέξοδος.