αἰθρία: Difference between revisions
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰθρία''': Ἰων, -ίη, ἡ, πεζὸς [[τύπος]] τοῦ ποιητ. [[αἴθρη]], κατὰ πρῶτον [[ὅμως]] ἐν χρήσει παρὰ Σόλωνι, 13. 22· ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης, Ἡρ. 7. 188· ἐξ αἰθρίας ἀστράψω, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι», 4· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 86, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31· αἰθρίας οὕσης = ἐν καιρῷ ἀνεφέλῳ, per purum, ἀντίθετον τῷ [[ὅταν]] ἐπινέφελον ᾖ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 11, καὶ ἀλλ.· οὕτω καὶ αἰθρίης ἢ -ίας μόνον, Ἡρόδ. 7. 37. Ἀριστοφ. Νεφ. 371· τῆς αἰθρίας, Ἀριστ. Προβλ. 25. 18. ΙΙ. ὁ καθαρὸς [[οὐρανός]], ὑπὸ τῆς αἰθρίας = ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. sub dio, Ξεν. Ἀν. 4, 4, 14. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ καθαροῦ καὶ ψυχροῦ ἀέρος τῆς νυκτός, Ἡρόδ. 2. 68· καὶ οὕτω πιθαν. ἐν Ἱππ. Ἀέρ. 285. [ῐ ἐν τῇ παραληγούσῃ ἐκτὸς ἐν δακτυλικοῖς καὶ ἀναπαιστικοῖς μέτροις, Σόλων ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 371· πρβλ. Meineke, Κωμ. Ἀποσπ. 2 σ. 34.] | |lstext='''αἰθρία''': Ἰων, -ίη, ἡ, πεζὸς [[τύπος]] τοῦ ποιητ. [[αἴθρη]], κατὰ πρῶτον [[ὅμως]] ἐν χρήσει παρὰ Σόλωνι, 13. 22· ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης, Ἡρ. 7. 188· ἐξ αἰθρίας ἀστράψω, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι», 4· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 86, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31· αἰθρίας οὕσης = ἐν καιρῷ ἀνεφέλῳ, per purum, ἀντίθετον τῷ [[ὅταν]] ἐπινέφελον ᾖ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 11, καὶ ἀλλ.· οὕτω καὶ αἰθρίης ἢ -ίας μόνον, Ἡρόδ. 7. 37. Ἀριστοφ. Νεφ. 371· τῆς αἰθρίας, Ἀριστ. Προβλ. 25. 18. ΙΙ. ὁ καθαρὸς [[οὐρανός]], ὑπὸ τῆς αἰθρίας = ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. sub dio, Ξεν. Ἀν. 4, 4, 14. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ καθαροῦ καὶ ψυχροῦ ἀέρος τῆς νυκτός, Ἡρόδ. 2. 68· καὶ οὕτω πιθαν. ἐν Ἱππ. Ἀέρ. 285. [ῐ ἐν τῇ παραληγούσῃ ἐκτὸς ἐν δακτυλικοῖς καὶ ἀναπαιστικοῖς μέτροις, Σόλων ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 371· πρβλ. Meineke, Κωμ. Ἀποσπ. 2 σ. 34.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> air pur, ciel serein;<br /><b>2</b> air libre : ὑπὸ τῆς αἰθρίας XÉN en plein air ; [[ἐν]] [[τῇ]] αἰθρίῃ <i>(ion.)</i> HDT à l’air libre, <i>càd</i> à terre, <i>p. opp. à</i> [[ἐν]] ὕδατι.<br />'''Étymologie:''' [[αἴθριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A = αἴθρη, first in Sol. 13.22, then in Ion. Prose, Com., X., and Arist.: ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης Hdt. 7.188; ἐξ αἰθρίας ἀστράψω Cratin.53, cf. Hdt.3.86, X.HG7.1.31; αἰθρίας οὔσης in clear weather, Arist. Mete.342a12; αἰθρίης or -ίας abs., Hdt.7.37, Ar.Nu. 371; τῆς αἰθρίας Arist.Pr.939b15. 2 esp. the clear cold air of night, Hdt.2.68, cf. Hp. Aët.8. [ῐ in penult. exc. in dact. and anap., Sol. l.c., Ar. l.c.]
Greek (Liddell-Scott)
αἰθρία: Ἰων, -ίη, ἡ, πεζὸς τύπος τοῦ ποιητ. αἴθρη, κατὰ πρῶτον ὅμως ἐν χρήσει παρὰ Σόλωνι, 13. 22· ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης, Ἡρ. 7. 188· ἐξ αἰθρίας ἀστράψω, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι», 4· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 86, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31· αἰθρίας οὕσης = ἐν καιρῷ ἀνεφέλῳ, per purum, ἀντίθετον τῷ ὅταν ἐπινέφελον ᾖ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 11, καὶ ἀλλ.· οὕτω καὶ αἰθρίης ἢ -ίας μόνον, Ἡρόδ. 7. 37. Ἀριστοφ. Νεφ. 371· τῆς αἰθρίας, Ἀριστ. Προβλ. 25. 18. ΙΙ. ὁ καθαρὸς οὐρανός, ὑπὸ τῆς αἰθρίας = ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. sub dio, Ξεν. Ἀν. 4, 4, 14. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ καθαροῦ καὶ ψυχροῦ ἀέρος τῆς νυκτός, Ἡρόδ. 2. 68· καὶ οὕτω πιθαν. ἐν Ἱππ. Ἀέρ. 285. [ῐ ἐν τῇ παραληγούσῃ ἐκτὸς ἐν δακτυλικοῖς καὶ ἀναπαιστικοῖς μέτροις, Σόλων ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 371· πρβλ. Meineke, Κωμ. Ἀποσπ. 2 σ. 34.]
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 air pur, ciel serein;
2 air libre : ὑπὸ τῆς αἰθρίας XÉN en plein air ; ἐν τῇ αἰθρίῃ (ion.) HDT à l’air libre, càd à terre, p. opp. à ἐν ὕδατι.
Étymologie: αἴθριος.