ἀμυγμός: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμυγμός''': ὁ, ([[ἀμύσσω]]) [[ἄμυγμα]], «τσουγγράνισμα», [[σπαραγμός]]· πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Αἰσχ. Χο. 24. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ· ὁ Ἕρμαν. ἔχει διωγμοῖς.
|lstext='''ἀμυγμός''': ὁ, ([[ἀμύσσω]]) [[ἄμυγμα]], «τσουγγράνισμα», [[σπαραγμός]]· πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Αἰσχ. Χο. 24. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ· ὁ Ἕρμαν. ἔχει διωγμοῖς.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἄμυγμα]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυγμός Medium diacritics: ἀμυγμός Low diacritics: αμυγμός Capitals: ΑΜΥΓΜΟΣ
Transliteration A: amygmós Transliteration B: amygmos Transliteration C: amygmos Beta Code: a)mugmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., cj. in A.Ch.24.

German (Pape)

[Seite 130] ὁ, das Zerfleischen, Aesch. Ch. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυγμός: ὁ, (ἀμύσσω) ἄμυγμα, «τσουγγράνισμα», σπαραγμός· πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Αἰσχ. Χο. 24. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ· ὁ Ἕρμαν. ἔχει διωγμοῖς.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἄμυγμα.