ἀμφιμάσχαλος: Difference between revisions

From LSJ
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιμάσχᾰλος''': -ον, ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας καλύπτων, δύο χειρῖδας ἔχων, ἀμφ. χιτὼν Ἀριστοφ. Ἱππ. 882· πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 26, Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. § 337. 3.
|lstext='''ἀμφιμάσχᾰλος''': -ον, ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας καλύπτων, δύο χειρῖδας ἔχων, ἀμφ. χιτὼν Ἀριστοφ. Ἱππ. 882· πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 26, Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. § 337. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à deux manches.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[μασχάλη]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιμάσχᾰλος Medium diacritics: ἀμφιμάσχαλος Low diacritics: αμφιμάσχαλος Capitals: ΑΜΦΙΜΑΣΧΑΛΟΣ
Transliteration A: amphimáschalos Transliteration B: amphimaschalos Transliteration C: amfimaschalos Beta Code: a)mfima/sxalos

English (LSJ)

ον,

   A with two arm-holes, ἀ. χιτών Ar.Eq.882, cf. Pl.Com.229, Luc.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 141] beide Achseln umgebend, mit zwei Aermeln, χιτών Luc. Lexiph. 10; ohne χιτών Ar. Equ. 879 (μικρόν, χειριδωτὸν ἱμάτιον, Schol.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμάσχᾰλος: -ον, ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας καλύπτων, δύο χειρῖδας ἔχων, ἀμφ. χιτὼν Ἀριστοφ. Ἱππ. 882· πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 26, Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. § 337. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux manches.
Étymologie: ἀμφί, μασχάλη.