ἄμμος: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμμος''': ἢ ἅμμος, (πρβλ. ὕφαμμος) ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Φαίδων 110Α, κτλ. ΙΙ. ἀμμῶδες [[ἔδαφος]], κατάλληλον [[δηλονότι]] πρὸς ἱπποδρομίαν, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 6. (συγγεν. τῷ [[ἄμαθος]] ὡς τὸ [[ψάμμος]] πρὸς τὸ ψάμμαθος).
|lstext='''ἄμμος''': ἢ ἅμμος, (πρβλ. ὕφαμμος) ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Φαίδων 110Α, κτλ. ΙΙ. ἀμμῶδες [[ἔδαφος]], κατάλληλον [[δηλονότι]] πρὸς ἱπποδρομίαν, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 6. (συγγεν. τῷ [[ἄμαθος]] ὡς τὸ [[ψάμμος]] πρὸς τὸ ψάμμαθος).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ἡ) :<br /><b>1</b> sable;<br /><b>2</b> arène sablée.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[ἄμαθος]].<br /><span class="bld">2</span><i>éol. c.</i> [[ἁμός]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμμος Medium diacritics: ἄμμος Low diacritics: άμμος Capitals: ΑΜΜΟΣ
Transliteration A: ámmos Transliteration B: ammos Transliteration C: ammos Beta Code: a)/mmos

English (LSJ)

(A), or ἅμμος (cf. ὕφ-αμμος), ἡ,

   A sand, Pl.Phd.110a, etc.    II sandy ground, racecourse, X.Mem. 3.3.6. (Related to ἄμαθος as ψάμμος to ψάμαθος.)
ἄμμος (B), Aeol.

   A = ἁμός (A), q. v.

German (Pape)

[Seite 126] ἡ, wie ψάμμος, Sand, obgleich Moeris letztere Form für attisch erklärt, Plat. Phaed. 110 a; Sandplatz zum Reiten, Xen. Mem. 3, 3, 6; Mörtel, Theophr.; Puzzolanerde, Strab. V, 245.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμος: ἢ ἅμμος, (πρβλ. ὕφαμμος) ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Φαίδων 110Α, κτλ. ΙΙ. ἀμμῶδες ἔδαφος, κατάλληλον δηλονότι πρὸς ἱπποδρομίαν, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 6. (συγγεν. τῷ ἄμαθος ὡς τὸ ψάμμος πρὸς τὸ ψάμμαθος).

French (Bailly abrégé)

1ου (ἡ) :
1 sable;
2 arène sablée.
Étymologie: DELG v. ἄμαθος.
2éol. c. ἁμός.