ἐπαιδέομαι: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαιδέομαι''': μέλλ. -αιδεσθήσομαι, Εὐρ. Ι. Α. 900: ἀόρ. -ῃδέσθην Πλάτ. Νόμοι 921Α. ― Ἀποθ., [[ἐπαισχύνομαι]], ἐντρέπομαι, μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σὺ δ’ οὐκ ἐπαιδεῖ τῶνδε χωρὶς εἰ φρονεῖς; Σοφ. Ἀντιγ. 510. ΙΙ. μετ’ αἰτ., αἰδοῦμαι τινά, μηδὲν τὸν βιοδότην θεὸν ἐπαιδεσθεὶς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''ἐπαιδέομαι''': μέλλ. -αιδεσθήσομαι, Εὐρ. Ι. Α. 900: ἀόρ. -ῃδέσθην Πλάτ. Νόμοι 921Α. ― Ἀποθ., [[ἐπαισχύνομαι]], ἐντρέπομαι, μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σὺ δ’ οὐκ ἐπαιδεῖ τῶνδε χωρὶς εἰ φρονεῖς; Σοφ. Ἀντιγ. 510. ΙΙ. μετ’ αἰτ., αἰδοῦμαι τινά, μηδὲν τὸν βιοδότην θεὸν ἐπαιδεσθεὶς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἐπαιδεσθήσομαι, <i>ao.</i> ἐπῃδέσθην, <i>pf. inus.</i><br />avoir honte, rougir de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰδέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -αιδεσθήσομαι E.IA900 (troch.): aor. -ῃδέσθην Pl. Lg.921a:—to be ashamed, c. inf., E. l.c.; σὺ δ' οὐκ ἐπαιδῇ . . εἰ . .; te non pudet si . .? S.Ant.510: c. dat., to be ashamed of, Babr.43.14: abs., feel compunction, E.Hyps.Fr.60.21. II c. acc., reverence, A. Fr.135, Antipho Soph.Oxy.1364.270, Pl. l.c., Herod.2.39.
German (Pape)
[Seite 894] (s. αἰδέομαι), sich dabei schämen; absolut, Soph. Ant. 506; οὐκ ἐπαιδεσθήσομαι προσπεσεῖν τὸ σὸν γόνυ Eur. I. A. 900; μηδὲν τὸν θεὸν ἐπαιδεσθείς, sich vor ihm scheuen, Plat. Legg. XI, 921 a; Sp., wie Arr. An. 4, 7, 7; – τινί, sich worüber schämen, im Ggstz von γαυροῦσθαι, Babr. 43, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαιδέομαι: μέλλ. -αιδεσθήσομαι, Εὐρ. Ι. Α. 900: ἀόρ. -ῃδέσθην Πλάτ. Νόμοι 921Α. ― Ἀποθ., ἐπαισχύνομαι, ἐντρέπομαι, μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σὺ δ’ οὐκ ἐπαιδεῖ τῶνδε χωρὶς εἰ φρονεῖς; Σοφ. Ἀντιγ. 510. ΙΙ. μετ’ αἰτ., αἰδοῦμαι τινά, μηδὲν τὸν βιοδότην θεὸν ἐπαιδεσθεὶς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. ἐπαιδεσθήσομαι, ao. ἐπῃδέσθην, pf. inus.
avoir honte, rougir de, τινι.
Étymologie: ἐπί, αἰδέομαι.