Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνανεάζω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνανεάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀνανεάζω]] ἐμαυτόν, ἀνηβῶ, καθίσταμαι [[πάλιν]] [[νέος]], νῦν σὸν [[ἔργον]] ἔστ’,... [[πάλιν]] ἀνανεάζειν, παρέχειν σεαυτὸν νέον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 593· ― μεσ. ἀνανεάζεσθαι αὐτόν… Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 2. 6. σ. 239. 4.
|lstext='''ἀνανεάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀνανεάζω]] ἐμαυτόν, ἀνηβῶ, καθίσταμαι [[πάλιν]] [[νέος]], νῦν σὸν [[ἔργον]] ἔστ’,... [[πάλιν]] ἀνανεάζειν, παρέχειν σεαυτὸν νέον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 593· ― μεσ. ἀνανεάζεσθαι αὐτόν… Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 2. 6. σ. 239. 4.
}}
{{bailly
|btext=rajeunir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνανεάζομαι redevenir jeune, rajeunir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[νέος]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανεάζω Medium diacritics: ἀνανεάζω Low diacritics: ανανεάζω Capitals: ΑΝΑΝΕΑΖΩ
Transliteration A: ananeázō Transliteration B: ananeazō Transliteration C: ananeazo Beta Code: a)nanea/zw

English (LSJ)

   A become young or new again, Ar.Ra.592, LXX 4 Ma.7.14, Sm.Jb.29.20, Phyrn.PSp.59B., Suid. s.v. ἀνηβᾶν; ἐκ τῶν νόσων Corn.ND33.

German (Pape)

[Seite 199] wieder jung machen, verjüngen, Ar. Ran. 592; med., D. Hal. rhet. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανεάζω: μέλλ. -άσω, ἀνανεάζω ἐμαυτόν, ἀνηβῶ, καθίσταμαι πάλιν νέος, νῦν σὸν ἔργον ἔστ’,... πάλιν ἀνανεάζειν, παρέχειν σεαυτὸν νέον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 593· ― μεσ. ἀνανεάζεσθαι αὐτόν… Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 2. 6. σ. 239. 4.

French (Bailly abrégé)

rajeunir;
Moy. ἀνανεάζομαι redevenir jeune, rajeunir.
Étymologie: ἀνά, νέος.