ἀνίλεως: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνίλεως''': [ῑ], ων, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνίλαος (ἀχρήστου), [[ἀνηλεής]], ἄσπλαγχνος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257· πρβλ. [[ἀνέλεος]]. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. ἐν λέξει ἀνιλεῶς σ. 72 κἑξ.
|lstext='''ἀνίλεως''': [ῑ], ων, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνίλαος (ἀχρήστου), [[ἀνηλεής]], ἄσπλαγχνος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257· πρβλ. [[ἀνέλεος]]. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. ἐν λέξει ἀνιλεῶς σ. 72 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων;<br />impitoyable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἵλεως]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνίλεως Medium diacritics: ἀνίλεως Low diacritics: ανίλεως Capitals: ΑΝΙΛΕΩΣ
Transliteration A: aníleōs Transliteration B: anileōs Transliteration C: anileos Beta Code: a)ni/lews

English (LSJ)

[ῑ], ων, Att. for ἀνίλαος (not in use),

   A unmerciful, Ep.Jac. 2.13 (s. v.l.), Hdn.Epim.257.

German (Pape)

[Seite 237] unbarmherzig, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίλεως: [ῑ], ων, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνίλαος (ἀχρήστου), ἀνηλεής, ἄσπλαγχνος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257· πρβλ. ἀνέλεος. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. ἐν λέξει ἀνιλεῶς σ. 72 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
impitoyable.
Étymologie: ἀ, ἵλεως.