ἀνοχή: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοχή''': ἡ, ([[ἀνέχω]]) [[διακοπή]], [[ὑπέρθεσις]], ἰδίως [[παῦσις]] [[πρόσκαιρος]] ἐχθροπαξιῶν: [[ἐντεῦθεν]] τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. induciae, [[ἀνακωχή]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 4,17· ἀνοχὰς ποιεῖσθαι Ψήφισ. παρὰ Δημ. 282. 20· διδόναι Διον. Ἁλ. 8. 68· ἄγειν Πλουτ. Ἀλέξ. 55· σπείσασθαι ὁ αὐτ.· αἱ πρὸς Περδίκκαν ἀν. Αἰσχίν. 32. 17· αἱ ἑξαετεῖς ἀν. Διον. Ἁλ. 3. 59: - ἀλλὰ [[ἀνοκωχὴ]] (ὃ ἴδε) θεωρεῖται ὡς ὁ Ἀττικώτερος [[τύπος]]. ΙΙ. (ἀνέχομαι) [[μακροθυμία]], [[ἀνοχή]], πρὸς Ρωμ. β΄, 4, γ΄, 26. 2) ἀνοχὴν ἀναπαύλης διδόναι, ἄδειαν πρὸς ἀνάπαυσιν, Ἡρωδιαν. 3. 6, 21. ΙΙΙ. = ἀνατολὴ [[Πολυδ]]. Δ΄, 157, Ἡσύχ.· ἴδε [[ἀνίσχω]].
|lstext='''ἀνοχή''': ἡ, ([[ἀνέχω]]) [[διακοπή]], [[ὑπέρθεσις]], ἰδίως [[παῦσις]] [[πρόσκαιρος]] ἐχθροπαξιῶν: [[ἐντεῦθεν]] τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. induciae, [[ἀνακωχή]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 4,17· ἀνοχὰς ποιεῖσθαι Ψήφισ. παρὰ Δημ. 282. 20· διδόναι Διον. Ἁλ. 8. 68· ἄγειν Πλουτ. Ἀλέξ. 55· σπείσασθαι ὁ αὐτ.· αἱ πρὸς Περδίκκαν ἀν. Αἰσχίν. 32. 17· αἱ ἑξαετεῖς ἀν. Διον. Ἁλ. 3. 59: - ἀλλὰ [[ἀνοκωχὴ]] (ὃ ἴδε) θεωρεῖται ὡς ὁ Ἀττικώτερος [[τύπος]]. ΙΙ. (ἀνέχομαι) [[μακροθυμία]], [[ἀνοχή]], πρὸς Ρωμ. β΄, 4, γ΄, 26. 2) ἀνοχὴν ἀναπαύλης διδόναι, ἄδειαν πρὸς ἀνάπαυσιν, Ἡρωδιαν. 3. 6, 21. ΙΙΙ. = ἀνατολὴ [[Πολυδ]]. Δ΄, 157, Ἡσύχ.· ἴδε [[ἀνίσχω]].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> ([[ἀνά]] en haut) action de tirer (de l’eau);<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]] en arrière) action de retenir, <i>d’où</i> arrêt, suspension, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> suspension d’armes, armistice (<i>surtout au pl.</i>);<br /><b>2</b> repos, loisir;<br /><b>3</b> patience, longanimité NT.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοχή Medium diacritics: ἀνοχή Low diacritics: ανοχή Capitals: ΑΝΟΧΗ
Transliteration A: anochḗ Transliteration B: anochē Transliteration C: anochi Beta Code: a)noxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A holding back, stopping, esp. of hostilities: hence mostly in pl., armistice, truce, X.Mem.4.4.17; ἀνοχὰς ποιεῖσθαι Decr. ap. D. 18.164; διδόναι D.H.8.68; σπείσασθαι Plu.Pel.29; αἱ Καλλισθένους ἀ. Aeschin.2.31; αἱ ἑξαετεῖς ἀ. D.H.3.59; cf. ἀνοκωχή.    2 time, opportunity, οὐκ ἔδωκεν αὐτοῖς ἀνοχὴν ἐμβατεῦσαι LXX 1 Ma.12.25; ἡμερῶν ἀ. delay of some days, POxy.1068.15 (iii A.D.).    3 pl., ἀνοχαί, = Lat. feriae, D.C.39.30.    4 ἀνοχαὶδικῶν, = Lat. iustitium, Id.55.26.    II (ἀνέχομαι) long-suffering, forbearance, Ep.Rom.2.4, 3.26.    2 ἀνοχὴν ἀναπαύλης διδόναι permission to rest, Hdn.3.6.10.    3 relief from disease, Philum. ap. Orib.Syn.8.3.4.    III = ἀνατολή, Poll.4.157, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοχή: ἡ, (ἀνέχω) διακοπή, ὑπέρθεσις, ἰδίως παῦσις πρόσκαιρος ἐχθροπαξιῶν: ἐντεῦθεν τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. induciae, ἀνακωχή, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4,17· ἀνοχὰς ποιεῖσθαι Ψήφισ. παρὰ Δημ. 282. 20· διδόναι Διον. Ἁλ. 8. 68· ἄγειν Πλουτ. Ἀλέξ. 55· σπείσασθαι ὁ αὐτ.· αἱ πρὸς Περδίκκαν ἀν. Αἰσχίν. 32. 17· αἱ ἑξαετεῖς ἀν. Διον. Ἁλ. 3. 59: - ἀλλὰ ἀνοκωχὴ (ὃ ἴδε) θεωρεῖται ὡς ὁ Ἀττικώτερος τύπος. ΙΙ. (ἀνέχομαι) μακροθυμία, ἀνοχή, πρὸς Ρωμ. β΄, 4, γ΄, 26. 2) ἀνοχὴν ἀναπαύλης διδόναι, ἄδειαν πρὸς ἀνάπαυσιν, Ἡρωδιαν. 3. 6, 21. ΙΙΙ. = ἀνατολὴ Πολυδ. Δ΄, 157, Ἡσύχ.· ἴδε ἀνίσχω.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. (ἀνά en haut) action de tirer (de l’eau);
II. (ἀνά en arrière) action de retenir, d’où arrêt, suspension, particul. :
1 suspension d’armes, armistice (surtout au pl.);
2 repos, loisir;
3 patience, longanimité NT.
Étymologie: ἀνέχω.