ἀνοίκτιστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοίκτιστος''': -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, [[οὔνομα]] Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 74. ΙΙ. ἐνεργ., [[ἀνηλεής]]· [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] οἰκτιρμοῦ, Ἀντιφῶν 114. 10.
|lstext='''ἀνοίκτιστος''': -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, [[οὔνομα]] Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 74. ΙΙ. ἐνεργ., [[ἀνηλεής]]· [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] οἰκτιρμοῦ, Ἀντιφῶν 114. 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’inspire pas de pitié.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[οἰκτίζω]].
}}
}}