ἀντεικάζω: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντεικάζω''': μέλλ. -άσομαι Πλάτ. Μένων 80C: ἀόρ. -ῄκασα Ἀριστοφ. Σφ. 1311, ὑποτακτ. -εικάσω Πλάτ. [[αὐτόθι]]: - [[παρομοιάζω]] τι καὶ ἐγὼ πρὸς [[ἄλλο]], [[λέγω]] ὅτι [[εἶναι]] ὅμοιον μὲ..., ὁ δὲ ἀνακραγὼν ἀντῄκασ’ αὐτὸν πάρνοπι Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ.: ἀπολ., Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - Ἐντεῦθεν -[[κασία]], ἡ, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Θ. 560.
|lstext='''ἀντεικάζω''': μέλλ. -άσομαι Πλάτ. Μένων 80C: ἀόρ. -ῄκασα Ἀριστοφ. Σφ. 1311, ὑποτακτ. -εικάσω Πλάτ. [[αὐτόθι]]: - [[παρομοιάζω]] τι καὶ ἐγὼ πρὸς [[ἄλλο]], [[λέγω]] ὅτι [[εἶναι]] ὅμοιον μὲ..., ὁ δὲ ἀνακραγὼν ἀντῄκασ’ αὐτὸν πάρνοπι Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ.: ἀπολ., Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - Ἐντεῦθεν -[[κασία]], ἡ, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Θ. 560.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀντεικάσομαι, <i>ao.</i> ἀντῄκασα;<br />comparer les faits : τινά τινι confronter qqn avec un autre pour juger de la ressemblance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[εἰκάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεικάζω Medium diacritics: ἀντεικάζω Low diacritics: αντεικάζω Capitals: ΑΝΤΕΙΚΑΖΩ
Transliteration A: anteikázō Transliteration B: anteikazō Transliteration C: anteikazo Beta Code: a)nteika/zw

English (LSJ)

fut.

   A -άσομαι Pl.Men.8cc: aor. -ῄκασα Ar.V.1311, subj. -εικάσω Pl. l.c.:—compare in return, τινάτινι Ar. l.c.: c. acc., Pl. l.c.:—hence ἀντεικ-ασία, ἡ, Sch. Ven.Il.8.560.

German (Pape)

[Seite 245] dagegen vergleichen, ἀντεικάσομαι Plat. Men. 80 c; ἀντῄκασ' αὐτόν τινι Ar. Vesp. 1311.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεικάζω: μέλλ. -άσομαι Πλάτ. Μένων 80C: ἀόρ. -ῄκασα Ἀριστοφ. Σφ. 1311, ὑποτακτ. -εικάσω Πλάτ. αὐτόθι: - παρομοιάζω τι καὶ ἐγὼ πρὸς ἄλλο, λέγω ὅτι εἶναι ὅμοιον μὲ..., ὁ δὲ ἀνακραγὼν ἀντῄκασ’ αὐτὸν πάρνοπι Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ.: ἀπολ., Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - Ἐντεῦθεν -κασία, ἡ, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Θ. 560.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντεικάσομαι, ao. ἀντῄκασα;
comparer les faits : τινά τινι confronter qqn avec un autre pour juger de la ressemblance.
Étymologie: ἀντί, εἰκάζω.