ἀνταπωθέω: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνταπωθέω''': ὠθῶ [[ὀπίσω]] ἢ πρὸς τὰ κατω, διὰ βάρος σωματοειδὲς… ἀνταπωθοῦντα Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 3: - Παθ., τὸ ἀμαχθὲν [σωματοειδὲς]… [[πάλιν]] ἀνταπωθεῖται καὶ [[κάτω]] ῥεῖ ὁ αὐτ. Περὶ Ὕπν. 3. 23.
|lstext='''ἀνταπωθέω''': ὠθῶ [[ὀπίσω]] ἢ πρὸς τὰ κατω, διὰ βάρος σωματοειδὲς… ἀνταπωθοῦντα Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 3: - Παθ., τὸ ἀμαχθὲν [σωματοειδὲς]… [[πάλιν]] ἀνταπωθεῖται καὶ [[κάτω]] ῥεῖ ὁ αὐτ. Περὶ Ὕπν. 3. 23.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />repousser mutuellement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀπωθέω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταπωθέω Medium diacritics: ἀνταπωθέω Low diacritics: ανταπωθέω Capitals: ΑΝΤΑΠΩΘΕΩ
Transliteration A: antapōthéō Transliteration B: antapōtheō Transliteration C: antapotheo Beta Code: a)ntapwqe/w

English (LSJ)

   A repel in turn, Arist.Pr.936b35:—Pass., Id.Somn.Vig. 457b23.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen zurückstoßen, Arist. Probl. 24, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταπωθέω: ὠθῶ ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ κατω, διὰ βάρος σωματοειδὲς… ἀνταπωθοῦντα Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 3: - Παθ., τὸ ἀμαχθὲν [σωματοειδὲς]… πάλιν ἀνταπωθεῖται καὶ κάτω ῥεῖ ὁ αὐτ. Περὶ Ὕπν. 3. 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
repousser mutuellement.
Étymologie: ἀντί, ἀπωθέω.