ἀντιπρεσβεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιπρεσβεύομαι''': μέσ., [[ἀποστέλλω]] πρέσβεις [[πρός]] τινα [[ὅπως]] ἀντιπράξωσι κατὰ τῶν πεμφθέντων ὑπ’ ἄλλου, ἀντεπρεσβεύοντο καὶ αὐτοὶ Θουκ. 6.75, Λουκ. Περεγρ. 16· [[μετὰ]] δοτ. Παυσ. 7.9, 5. | |lstext='''ἀντιπρεσβεύομαι''': μέσ., [[ἀποστέλλω]] πρέσβεις [[πρός]] τινα [[ὅπως]] ἀντιπράξωσι κατὰ τῶν πεμφθέντων ὑπ’ ἄλλου, ἀντεπρεσβεύοντο καὶ αὐτοὶ Θουκ. 6.75, Λουκ. Περεγρ. 16· [[μετὰ]] δοτ. Παυσ. 7.9, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=envoyer une ambassade à son tour <i>ou</i> en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πρεσβεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
Med.,
A send counter-ambassadors, Th.6.75, Luc. Peregr.16: c. dat., Paus.7.9.5:—Act. in Aristid.1.372J., App.Mith. 87.
German (Pape)
[Seite 259] dagegen, ebenfalls Gesandteschicken, Thuc. 4, 118. 6, 75; act., Pol. 8, 138.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπρεσβεύομαι: μέσ., ἀποστέλλω πρέσβεις πρός τινα ὅπως ἀντιπράξωσι κατὰ τῶν πεμφθέντων ὑπ’ ἄλλου, ἀντεπρεσβεύοντο καὶ αὐτοὶ Θουκ. 6.75, Λουκ. Περεγρ. 16· μετὰ δοτ. Παυσ. 7.9, 5.
French (Bailly abrégé)
envoyer une ambassade à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, πρεσβεύω.