ἄνηθον: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνηθον''': ἢ ἄννηθον, τό, ὁ κοινῶς καλούμενος «ἄνηθος», Λατ. anethum, Ἀριστοφ. Νεφ. 982, Θεσμ. 486, Θεόκρ. 15. 119, κτλ. - Ἰων. [[ἄννησον]] ἢ [[ἄνησον]] Ἡρόδ. 4. 71, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. - Αἰολ. ἄννητον ἢ ἄνητον Ἀλκαῖος 36, Σαπφ. 79, ἴδε Ἀθήν. 674D, E: - μεταγεν. Ἀττ. [[ἄνισον]] ἢ [[ἄννισον]] Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 7 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] [[ἄνηθον]] καὶ [[ἄνισον]] ἀναφέρονται ὡς διάφορα [[ἀλλήλων]]). Τὸ διπλοῦν νν ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θ. 650· ἀλλὰ τὸ ἁπλοῦν ν ἐν Ἀλκαίῳ καὶ Σαπφοῖ παρ’ Ἀθην. 674D. Ε, ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 982 καὶ παρ’ Ἀλέξ. ἔνθ’ ἀνωτέρω. | |lstext='''ἄνηθον''': ἢ ἄννηθον, τό, ὁ κοινῶς καλούμενος «ἄνηθος», Λατ. anethum, Ἀριστοφ. Νεφ. 982, Θεσμ. 486, Θεόκρ. 15. 119, κτλ. - Ἰων. [[ἄννησον]] ἢ [[ἄνησον]] Ἡρόδ. 4. 71, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. - Αἰολ. ἄννητον ἢ ἄνητον Ἀλκαῖος 36, Σαπφ. 79, ἴδε Ἀθήν. 674D, E: - μεταγεν. Ἀττ. [[ἄνισον]] ἢ [[ἄννισον]] Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 7 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] [[ἄνηθον]] καὶ [[ἄνισον]] ἀναφέρονται ὡς διάφορα [[ἀλλήλων]]). Τὸ διπλοῦν νν ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θ. 650· ἀλλὰ τὸ ἁπλοῦν ν ἐν Ἀλκαίῳ καὶ Σαπφοῖ παρ’ Ἀθην. 674D. Ε, ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 982 καὶ παρ’ Ἀλέξ. ἔνθ’ ἀνωτέρω. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />aneth, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue, emprunt prob. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
or ἄννηθον, τό, Aeol. ἄνητον Alc.36, Sapph.78,128, also Anacr. ap. Poll.6.107. ἄννητον Thphr.HP9.7.3:—
A dill, Anethum graveolens, Ar.Nu.982,Th.486, Thphr.HP1.11.2, Alex.127.5, Theoc.15.119, Ev.Matt.23.23, Dsc.3.58, SIG1170.26 (ii A. D.), Bilabel Ὀψαρτ. p.10. (ἀνν- in Ar.ll.cc. Not to be confused with ἄννησον, q.v.)
German (Pape)
[Seite 228] τό, od. ἄννηθον, att., s. Dindorf zu Ar. Nub. 982, Dill. S. ἄννησον.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνηθον: ἢ ἄννηθον, τό, ὁ κοινῶς καλούμενος «ἄνηθος», Λατ. anethum, Ἀριστοφ. Νεφ. 982, Θεσμ. 486, Θεόκρ. 15. 119, κτλ. - Ἰων. ἄννησον ἢ ἄνησον Ἡρόδ. 4. 71, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. - Αἰολ. ἄννητον ἢ ἄνητον Ἀλκαῖος 36, Σαπφ. 79, ἴδε Ἀθήν. 674D, E: - μεταγεν. Ἀττ. ἄνισον ἢ ἄννισον Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 7 (ἔνθα ὅμως ἄνηθον καὶ ἄνισον ἀναφέρονται ὡς διάφορα ἀλλήλων). Τὸ διπλοῦν νν ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θ. 650· ἀλλὰ τὸ ἁπλοῦν ν ἐν Ἀλκαίῳ καὶ Σαπφοῖ παρ’ Ἀθην. 674D. Ε, ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 982 καὶ παρ’ Ἀλέξ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
aneth, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue, emprunt prob.