εὐφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(6_8)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐφεγγής''': -ές, φέγγων [[καλῶς]], [[λαμπρός]], [[φωτεινός]], [[ἡμέρα]].. εὐφ. [[ἰδεῖν]] Αἰσχ. Πέρσ. 387· ἀστέρες Ἀπολλ. Ροδ. Γ΄. 1195· [[σελήνη]] Πλούτ. 2. 161 Ε· τὸ εὐφ. Λουκ. Ἱππίας 8.
|lstext='''εὐφεγγής''': -ές, φέγγων [[καλῶς]], [[λαμπρός]], [[φωτεινός]], [[ἡμέρα]].. εὐφ. [[ἰδεῖν]] Αἰσχ. Πέρσ. 387· ἀστέρες Ἀπολλ. Ροδ. Γ΄. 1195· [[σελήνη]] Πλούτ. 2. 161 Ε· τὸ εὐφ. Λουκ. Ἱππίας 8.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très brillant ; τὸ εὐφεγγές lumière brillante.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φέγγος]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

εὐφεγγής: -ές, φέγγων καλῶς, λαμπρός, φωτεινός, ἡμέρα.. εὐφ. ἰδεῖν Αἰσχ. Πέρσ. 387· ἀστέρες Ἀπολλ. Ροδ. Γ΄. 1195· σελήνη Πλούτ. 2. 161 Ε· τὸ εὐφ. Λουκ. Ἱππίας 8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très brillant ; τὸ εὐφεγγές lumière brillante.
Étymologie: εὖ, φέγγος.