κακόζηλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκόζηλος''': -ον, κακῶς καὶ ἀπειροκάλως μιμούμενος, ἀντίθετον τῷ [[εὔζηλος]], [[ῥήτωρ]] Διογ. Λ. 1. 38· ἐπὶ ὕφους, τὸ κακ. = [[κακοζηλία]], Λογγῖνος 3. 4· mala affectatio παρὰ Κυντιλιανῷ (Quintilianus) 8. 3, 56. - Ἐπίρρ., κακοζήλως εἰπεῖν Γαλην. 10. 330.
|lstext='''κᾰκόζηλος''': -ον, κακῶς καὶ ἀπειροκάλως μιμούμενος, ἀντίθετον τῷ [[εὔζηλος]], [[ῥήτωρ]] Διογ. Λ. 1. 38· ἐπὶ ὕφους, τὸ κακ. = [[κακοζηλία]], Λογγῖνος 3. 4· mala affectatio παρὰ Κυντιλιανῷ (Quintilianus) 8. 3, 56. - Ἐπίρρ., κακοζήλως εἰπεῖν Γαλην. 10. 330.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui recherche le mal.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ζῆλος]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόζηλος Medium diacritics: κακόζηλος Low diacritics: κακόζηλος Capitals: ΚΑΚΟΖΗΛΟΣ
Transliteration A: kakózēlos Transliteration B: kakozēlos Transliteration C: kakozilos Beta Code: kako/zhlos

English (LSJ)

ον,

   A having bad taste: hence in Rhet., using a bad, affected style (cf. ζῆλος), ῥήτωρ D.L.1.38; τὸ κ. = κακοζηλία, Longin.3.4, cf. Demetr.Eloc.186, Hermog.Inv.4.12. Adv. κακοζήλως, εἰπεῖν Gal.18(1).180.

German (Pape)

[Seite 1300] schlecht, verkehrt nachahmend, od. Schlechtes nachahmend; bes. vom Styl, geschmacklosen, schlechten Vorbildern folgend, Rhett.; ῥήτωρ D. L. 1, 38.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόζηλος: -ον, κακῶς καὶ ἀπειροκάλως μιμούμενος, ἀντίθετον τῷ εὔζηλος, ῥήτωρ Διογ. Λ. 1. 38· ἐπὶ ὕφους, τὸ κακ. = κακοζηλία, Λογγῖνος 3. 4· mala affectatio παρὰ Κυντιλιανῷ (Quintilianus) 8. 3, 56. - Ἐπίρρ., κακοζήλως εἰπεῖν Γαλην. 10. 330.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche le mal.
Étymologie: κακός, ζῆλος.