ἀοργησία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀοργησία''': ἡ, ἡ παντελὴς [[ἔλλειψις]] ὀργῆς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ὀργιλότης]], ἡ δὲ [[ἔλλειψις]] [ὀργῆς], εἴτ’ [[ἀοργησία]] τις ἐστὶν εἴθ’ ὅ,τι [[δήποτε]], ψέγεται, οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ’ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 5: ― Ἐπὶ καλῆς σημασίας, Πλούτ., [[ὅστις]] καὶ ἔγραψε πραγματείαν περὶ ἀοργησίας.
|lstext='''ἀοργησία''': ἡ, ἡ παντελὴς [[ἔλλειψις]] ὀργῆς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ὀργιλότης]], ἡ δὲ [[ἔλλειψις]] [ὀργῆς], εἴτ’ [[ἀοργησία]] τις ἐστὶν εἴθ’ ὅ,τι [[δήποτε]], ψέγεται, οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ’ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 5: ― Ἐπὶ καλῆς σημασίας, Πλούτ., [[ὅστις]] καὶ ἔγραψε πραγματείαν περὶ ἀοργησίας.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />calme <i>ou</i> égalité de l’âme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀόργητος]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοργησία Medium diacritics: ἀοργησία Low diacritics: αοργησία Capitals: ΑΟΡΓΗΣΙΑ
Transliteration A: aorgēsía Transliteration B: aorgēsia Transliteration C: aorgisia Beta Code: a)orghsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A a defect in the passion of anger, 'lack of gall', Arist. EN1108a8, cf. 1126a3 :—in good sense, Plu., who wrote a treatise περὶ ἀοργησίας, cf. Nic.Dam.p.150 D., Andronic.Rhod.p.575 M., Gal. 5.30.

German (Pape)

[Seite 272] ἡ, das nicht in Zorn Gerathen, Zornlosigkeit, Arist. Nic. Eth. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀοργησία: ἡ, ἡ παντελὴς ἔλλειψις ὀργῆς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀργιλότης, ἡ δὲ ἔλλειψις [ὀργῆς], εἴτ’ ἀοργησία τις ἐστὶν εἴθ’ ὅ,τι δήποτε, ψέγεται, οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ’ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 5: ― Ἐπὶ καλῆς σημασίας, Πλούτ., ὅστις καὶ ἔγραψε πραγματείαν περὶ ἀοργησίας.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
calme ou égalité de l’âme.
Étymologie: ἀόργητος.