ἀντίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίσπαστος''': -ον, ([[ἀντισπάω]]) ὁ ἑλκυσθείς, συρθεὶς εἰς τὸ ἀντίθετον [[μέρος]], ἠέριοι νεφέλαι... πνεύμασιν ἀντίσπαστοι Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· ἐπὶ μηχανισμοῦ, Ἀθηνίων Μηχ. 5. 2) ὁ προξενῶν ἀντιθέτους σπασμούς, στρεβλωτικός, ἦλθε δ’ ὀστέων ἀδαγμὸς [[ἀντίσπαστος]] Σοφ. Τρ. 770. ΙΙ. [[ἀντίσπαστος]] (δηλ. [[πούς]]), ὁ, ἐν τῇ προσωδίᾳ, ποὺς ἀποτελούμενος ἐξ ἰάμβου καὶ τροχαίου, υ- -υ, π. χ. Ἀλέξανδρος, [[οὕτως]], ἀντίσπαστα [[μέλη]] Φρύν. Τραγ. Παρ’ Ἀθην. 635C· ἀντίσπαστα μόνον Σοφ. Ἀποσπ. 361.
|lstext='''ἀντίσπαστος''': -ον, ([[ἀντισπάω]]) ὁ ἑλκυσθείς, συρθεὶς εἰς τὸ ἀντίθετον [[μέρος]], ἠέριοι νεφέλαι... πνεύμασιν ἀντίσπαστοι Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· ἐπὶ μηχανισμοῦ, Ἀθηνίων Μηχ. 5. 2) ὁ προξενῶν ἀντιθέτους σπασμούς, στρεβλωτικός, ἦλθε δ’ ὀστέων ἀδαγμὸς [[ἀντίσπαστος]] Σοφ. Τρ. 770. ΙΙ. [[ἀντίσπαστος]] (δηλ. [[πούς]]), ὁ, ἐν τῇ προσωδίᾳ, ποὺς ἀποτελούμενος ἐξ ἰάμβου καὶ τροχαίου, υ- -υ, π. χ. Ἀλέξανδρος, [[οὕτως]], ἀντίσπαστα [[μέλη]] Φρύν. Τραγ. Παρ’ Ἀθην. 635C· ἀντίσπαστα μόνον Σοφ. Ἀποσπ. 361.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />convulsif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντισπάω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίσπαστος Medium diacritics: ἀντίσπαστος Low diacritics: αντίσπαστος Capitals: ΑΝΤΙΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: antíspastos Transliteration B: antispastos Transliteration C: antispastos Beta Code: a)nti/spastos

English (LSJ)

ον,

   A drawn in the contrary direction, νεφέλαι πνεύμασιν ἀ. Orph.H.21.5.    2 spasmodic, convulsive, ὀστέων ἀδαγμὸς ἀ. S.Tr.770.    II ἀντίσπαστος (sc. πούς), ὁ, in Prosody, antispast, a foot made up of an iambus and trochee, - -, Heph. 3, Aristid.Quint.1.22.    2 = ἀντίφθογγος, ἀντίσπαστα μέλη Phryn. Trag.11; ἀντίσπαστα ἐφυμνεῖ πηκτίδος συγχορδίᾳ S.Fr.412 (unless 'doubly twanged', of an instrument with two registers).    III ἀντίσπαστον· φιλήματος ὄνομα, Hsch.    IV Subst. ἀντί-σπαστος, ὁ, tackle, pulley-rope, Ath.Mech.9.13,al.

German (Pape)

[Seite 260] 1) auf die entgegengesetzte Seite gezogen, widerstrebend, Sp. auch entgegenwirkend. – 2) krampfähnlich, krampfhaft, ὀδαγμός Soph. Tr. 767; Andere erkl. beißend, heftig. – 3) in der Metrik ein Versfuß, in dem 2 Arsen zusammenstoßen, ñ ñ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίσπαστος: -ον, (ἀντισπάω) ὁ ἑλκυσθείς, συρθεὶς εἰς τὸ ἀντίθετον μέρος, ἠέριοι νεφέλαι... πνεύμασιν ἀντίσπαστοι Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· ἐπὶ μηχανισμοῦ, Ἀθηνίων Μηχ. 5. 2) ὁ προξενῶν ἀντιθέτους σπασμούς, στρεβλωτικός, ἦλθε δ’ ὀστέων ἀδαγμὸς ἀντίσπαστος Σοφ. Τρ. 770. ΙΙ. ἀντίσπαστος (δηλ. πούς), ὁ, ἐν τῇ προσωδίᾳ, ποὺς ἀποτελούμενος ἐξ ἰάμβου καὶ τροχαίου, υ- -υ, π. χ. Ἀλέξανδρος, οὕτως, ἀντίσπαστα μέλη Φρύν. Τραγ. Παρ’ Ἀθην. 635C· ἀντίσπαστα μόνον Σοφ. Ἀποσπ. 361.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
convulsif.
Étymologie: ἀντισπάω.