ἀπανίστημι: Difference between revisions
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπανίστημι''': μέλλ. -στήσω, σηκώνω, [[ἀποπέμπω]], ἀπανιστάναι την στρατιὴν Ἡρόδ. 3. 156, 6. 133, Θουκ 2. 70.<br />ΙΙ. Παθ., [[μετὰ]] ἐνεργ. ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ., καὶ μέσ. μέλλ., ἐγείρομαι και [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ [[πάλιν]], Ἡρόδ. 9. 87· ἀπὸ τῆς πόλιος [[αὐτόθι]] 86· ἐκ πόλεως Θουκ. 1. 61· Ποτιδαίας τε ἀπαν. [[αὐτόθι]] 139: ἰδίως, [[καταλείπω]] τὸν τόπον μου, [[μεταναστεύω]], [[αὐτόθι]] 2. - μεταγενέστερός τις [[τύπος]] ἀπανιστάω ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 147. 11. | |lstext='''ἀπανίστημι''': μέλλ. -στήσω, σηκώνω, [[ἀποπέμπω]], ἀπανιστάναι την στρατιὴν Ἡρόδ. 3. 156, 6. 133, Θουκ 2. 70.<br />ΙΙ. Παθ., [[μετὰ]] ἐνεργ. ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ., καὶ μέσ. μέλλ., ἐγείρομαι και [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ [[πάλιν]], Ἡρόδ. 9. 87· ἀπὸ τῆς πόλιος [[αὐτόθι]] 86· ἐκ πόλεως Θουκ. 1. 61· Ποτιδαίας τε ἀπαν. [[αὐτόθι]] 139: ἰδίως, [[καταλείπω]] τὸν τόπον μου, [[μεταναστεύω]], [[αὐτόθι]] 2. - μεταγενέστερός τις [[τύπος]] ἀπανιστάω ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 147. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀπαναστήσω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr. (aux prés., impf., fut., ao.)</i> emmener (une armée assiégeante) ; <i>avec un suj. de chose</i> faire partir, éloigner (une armée du siège d’une ville);<br /><b>II.</b> <i>intr. (aux temps suivants : ao.2, pf. et pqp. Act. et au Moy.)</i>;<br /><b>1</b> sortir de, partir de : ἀπ. [[ἐκ]] τῆς Μακεδονίας THC évacuer la Macédoine ; πόλεως THC lever le siège d’une ville;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> quitter son pays, émigrer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀνίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
A make rise up and depart, send away, τὴν στρατιήν Hdt. 3.156, 6.133; cause to depart, τοὺς Ἀθηναίους Th.2.70. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., and fut. Med., arise and go away, depart again, Hdt.9.87; ἀπὸ τῆς πόλιος ib.86; ἐκ τῆς Μακεδονίας Th.1.61; Ποτειδαίας ib.139; esp. leave one's country, emigrate, ib.2.
German (Pape)
[Seite 278] (s. ἵστημι), aufbrechen lassen u. wegführen, στρατιήν Her. 6, 133; zum Abzuge nöthigen, Thuc. 2, 70. – Med. u. intrans. tempp., wegziehen, Her. 9, 87; ἀπὸ τῆς πόλεως 9, 86; Thuc. 1, 61. 139. 140; absol., aus seinem Wohnsitz aufbrechen, 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανίστημι: μέλλ. -στήσω, σηκώνω, ἀποπέμπω, ἀπανιστάναι την στρατιὴν Ἡρόδ. 3. 156, 6. 133, Θουκ 2. 70.
ΙΙ. Παθ., μετὰ ἐνεργ. ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ., καὶ μέσ. μέλλ., ἐγείρομαι και ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ πάλιν, Ἡρόδ. 9. 87· ἀπὸ τῆς πόλιος αὐτόθι 86· ἐκ πόλεως Θουκ. 1. 61· Ποτιδαίας τε ἀπαν. αὐτόθι 139: ἰδίως, καταλείπω τὸν τόπον μου, μεταναστεύω, αὐτόθι 2. - μεταγενέστερός τις τύπος ἀπανιστάω ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 147. 11.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπαναστήσω, etc.
I. tr. (aux prés., impf., fut., ao.) emmener (une armée assiégeante) ; avec un suj. de chose faire partir, éloigner (une armée du siège d’une ville);
II. intr. (aux temps suivants : ao.2, pf. et pqp. Act. et au Moy.);
1 sortir de, partir de : ἀπ. ἐκ τῆς Μακεδονίας THC évacuer la Macédoine ; πόλεως THC lever le siège d’une ville;
2 abs. quitter son pays, émigrer.
Étymologie: ἀπό, ἀνίστημι.