σπάσμα: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπάσμα''': τό, ([[σπάω]]) [[διάρρηξις]] μυϊκῆς ἰνός, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· [[σπασμός]], σπασμωδικὴ [[κίνησις]], τῶν ὑστερῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 4, 1, πρβλ. Προβλ. 5. 39. ΙΙ. τὸ ἀποσπασθὲν [[τεμάχιον]], [[σπάραγμα]], «λωρίδα», Πλουτ. Λύσ. 12, Σύλλ. 21· πρβλ. Wyttenb. 2. 99C. 2) σπ. ξίφους, ἡ κοπὶς τοῦ ξίφους ἀνειλκυσμένη ἀπὸ τῆς θήκης, Πλουτ. Ὄθων 17.
|lstext='''σπάσμα''': τό, ([[σπάω]]) [[διάρρηξις]] μυϊκῆς ἰνός, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· [[σπασμός]], σπασμωδικὴ [[κίνησις]], τῶν ὑστερῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 4, 1, πρβλ. Προβλ. 5. 39. ΙΙ. τὸ ἀποσπασθὲν [[τεμάχιον]], [[σπάραγμα]], «λωρίδα», Πλουτ. Λύσ. 12, Σύλλ. 21· πρβλ. Wyttenb. 2. 99C. 2) σπ. ξίφους, ἡ κοπὶς τοῦ ξίφους ἀνειλκυσμένη ἀπὸ τῆς θήκης, Πλουτ. Ὄθων 17.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action de tirer l’épée;<br /><b>2</b> morceau arraché, lambeau.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάσμα Medium diacritics: σπάσμα Low diacritics: σπάσμα Capitals: ΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: spásma Transliteration B: spasma Transliteration C: spasma Beta Code: spa/sma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sprain or rupture of muscular fibre, Hp.Aph. 5.25, cf. Pl. Ti.87e, D.18.198, Thphr.HP9.9.2, Gal.1.239.    2 spasm, convulsion, Arist.Pr.885a6.    II that which has been torn off, fragment, shred, Plu.Lys.12, Sull.21; τῆς φρονήσεως μόρια καὶ σ. Id.2.99c.    2 σ. ξίφους sword-blade, as drawn from the scabbard, Id.Oth.17.

German (Pape)

[Seite 917] τό, das Gezogene, die Zuckung, der Krampf, Plat. Tim. 87 e; auch vom Meere, App. B. C. 5, 89, ξίφους, der gezückte, bloße Degen, Plut. Otho 17; auch das abgerissene Stück, θωράκων σπάσματα, Sull. 21 Lys. 12.

Greek (Liddell-Scott)

σπάσμα: τό, (σπάω) διάρρηξις μυϊκῆς ἰνός, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· σπασμός, σπασμωδικὴ κίνησις, τῶν ὑστερῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 4, 1, πρβλ. Προβλ. 5. 39. ΙΙ. τὸ ἀποσπασθὲν τεμάχιον, σπάραγμα, «λωρίδα», Πλουτ. Λύσ. 12, Σύλλ. 21· πρβλ. Wyttenb. 2. 99C. 2) σπ. ξίφους, ἡ κοπὶς τοῦ ξίφους ἀνειλκυσμένη ἀπὸ τῆς θήκης, Πλουτ. Ὄθων 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action de tirer l’épée;
2 morceau arraché, lambeau.
Étymologie: σπάω.