ἱστορικός: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱστορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς γνῶσιν ἢ ἔρευναν, τὴν μὲν [[μετὰ]] δόξης μίμησιν δοξομιμητικὴν προσείπωμεν, τὴν δὲ μετ’ ἐπιστήμης ἱστορικήν τινα μίμησιν Πλάτ. Σοφιστ. 267Ε· [[ἀναγκαῖον]] καὶ τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις εὑρημένων ἱστορικὸν [[εἶναι]], νὰ [[εἶναι]] [[γνώστης]] καὶ τῶν ὑπὸ τῶν ἄλλων εὑρημένων, ἢ νὰ ἔχῃ τὴν ἱκανότητα νὰ ἐκθέτῃ αὐτὰ, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν ἱστορίαν, [[ἱστορικός]], τοῖς δὲ τὰς ἱστορικὰς πραγματείας ἐκφέρουσιν Διον. Ἁλ. Περὶ Θουκυδ. Χαρακτ. 50· ἀνὴρ [[φιλόσοφος]] καὶ γραμμάτων οὐκ [[ἄπειρος]] ἱστορικῶν Πλουτ. Θεμιστ. 13· - ὡς οὐσιαστ., ἱστορικὸς [[συγγραφεύς]], Ἀριστ. Ποιητ. 9. 2, κτλ.· -ώτατος Πλουτ. Σερτώριος 9· - Ἐπίρρ. -κῶς, λεπτομερῶς, Ἀριστ. π. Ζ, Γεν. 3. 8, 1, Στράβ. 6. | |lstext='''ἱστορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς γνῶσιν ἢ ἔρευναν, τὴν μὲν [[μετὰ]] δόξης μίμησιν δοξομιμητικὴν προσείπωμεν, τὴν δὲ μετ’ ἐπιστήμης ἱστορικήν τινα μίμησιν Πλάτ. Σοφιστ. 267Ε· [[ἀναγκαῖον]] καὶ τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις εὑρημένων ἱστορικὸν [[εἶναι]], νὰ [[εἶναι]] [[γνώστης]] καὶ τῶν ὑπὸ τῶν ἄλλων εὑρημένων, ἢ νὰ ἔχῃ τὴν ἱκανότητα νὰ ἐκθέτῃ αὐτὰ, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν ἱστορίαν, [[ἱστορικός]], τοῖς δὲ τὰς ἱστορικὰς πραγματείας ἐκφέρουσιν Διον. Ἁλ. Περὶ Θουκυδ. Χαρακτ. 50· ἀνὴρ [[φιλόσοφος]] καὶ γραμμάτων οὐκ [[ἄπειρος]] ἱστορικῶν Πλουτ. Θεμιστ. 13· - ὡς οὐσιαστ., ἱστορικὸς [[συγγραφεύς]], Ἀριστ. Ποιητ. 9. 2, κτλ.· -ώτατος Πλουτ. Σερτώριος 9· - Ἐπίρρ. -κῶς, λεπτομερῶς, Ἀριστ. π. Ζ, Γεν. 3. 8, 1, Στράβ. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> historique : τὰ ἱστορικά les histoires;<br /><b>2</b> propre aux recherches de l’histoire, habile historien ; historien <i>en gén;<br />Sp.</i> ἱστορικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἵστωρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A exact, precise, scientific, μίμησις Pl.Sph.267e; τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις εὑρημένων ἱ. well-informed respecting . . or able to recount . ., Arist.Rh.1359b32; ἀποδείξεις ἱστορικῶν Phld.D.1.23. Adv. -κῶς scientifically, accurately, Arist.GA757b35; by personal observation, καταμαθεῖν τι Gal.14.275. II belonging to history, historical, πραγματεῖαι D.H.1.1; τύπος (opp. λογικός) Id.Dem.24; ἀναγραφή Id.1.4; γράμματα Plu.Them.13: Subst., historian, Arist. Po.1451b1, Aristeas 31, Phld.Rh.1.200S., D.H.4.6, D.S.1.6, etc.; -ώτατος βασιλέων Plu.Sert.9. Adv. -κῶς, ἱ. καὶ διδασκαλικῶς Str. 1.1.10; ἱ. καὶ ἐξηγητικῶς, opp. ἀποδεικτικῶς, Phld.Mus.p.12 K.; but ἐξηγητικώτερον ἢ -ώτερον, of Aristotle's method in HA, Antig.Mir.60.
German (Pape)
[Seite 1271] das Wissen betreffend, wissenschaftlich; τὴν δὲ μετ' ἐπιστήμης ἱστορικήν τινα μίμησιν Plat. Soph. 267 e; bes. geschichtlich, ἀνὴρ φιλόσοφος καὶ γραμμάτων οὐκ ἄπειρος ἱστορικῶν Plut. Them. 13, öfter; ὁ, der Geschichtschreiber, Ἰόβα τοῦ πάντων ἱστορικωτάτου βασιλέων, der beste Geschichtschreiber, Sertor. 9. – Adv., nach Weise eines Geschichtschreibers, λέγειν Arist. gen. anim. 3, 8; Strab. I p. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς γνῶσιν ἢ ἔρευναν, τὴν μὲν μετὰ δόξης μίμησιν δοξομιμητικὴν προσείπωμεν, τὴν δὲ μετ’ ἐπιστήμης ἱστορικήν τινα μίμησιν Πλάτ. Σοφιστ. 267Ε· ἀναγκαῖον καὶ τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις εὑρημένων ἱστορικὸν εἶναι, νὰ εἶναι γνώστης καὶ τῶν ὑπὸ τῶν ἄλλων εὑρημένων, ἢ νὰ ἔχῃ τὴν ἱκανότητα νὰ ἐκθέτῃ αὐτὰ, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν ἱστορίαν, ἱστορικός, τοῖς δὲ τὰς ἱστορικὰς πραγματείας ἐκφέρουσιν Διον. Ἁλ. Περὶ Θουκυδ. Χαρακτ. 50· ἀνὴρ φιλόσοφος καὶ γραμμάτων οὐκ ἄπειρος ἱστορικῶν Πλουτ. Θεμιστ. 13· - ὡς οὐσιαστ., ἱστορικὸς συγγραφεύς, Ἀριστ. Ποιητ. 9. 2, κτλ.· -ώτατος Πλουτ. Σερτώριος 9· - Ἐπίρρ. -κῶς, λεπτομερῶς, Ἀριστ. π. Ζ, Γεν. 3. 8, 1, Στράβ. 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 historique : τὰ ἱστορικά les histoires;
2 propre aux recherches de l’histoire, habile historien ; historien en gén;
Sp. ἱστορικώτατος.
Étymologie: ἵστωρ.