ἀποσπάς: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσπάς''': -άδος, ἡ , ἀπεσπασμένη, ἀποκεχωρισμένη, διωκόμεναι δὲ σιδήρῳ ἄστεος ἐντὸς ἵκανον ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Νόνν. Δ. 34, 347, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., παραφυὰς ἀποκεκομμένη πρὸς φύτευσιν, οὐ μόνον δὲ ἐξ [[ἀποσπάδων]], ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτορίζων κατατίθεται Γεωπ. 10, 23, 3· [[πύξος]] φυτεύεται ἔκ τε [[ἀποσπάδων]] καὶ κορυνῶν 11, 9, κτλ.· [[ἀπόσπασμα]] κλήματος [[μετὰ]] σταφυλῶν, ἢ «ἕνα τσαμπὶ σταφύλια», Ἀνθ. Π. 6. 300· μεταφ., [[βραχίων]] ἢ διακλάδωσις ποταμοῦ, διά τινος ἀποσπάδος τοῦ μεγάλου Ἴστρου Εὐστ. 1712. 6. | |lstext='''ἀποσπάς''': -άδος, ἡ , ἀπεσπασμένη, ἀποκεχωρισμένη, διωκόμεναι δὲ σιδήρῳ ἄστεος ἐντὸς ἵκανον ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Νόνν. Δ. 34, 347, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., παραφυὰς ἀποκεκομμένη πρὸς φύτευσιν, οὐ μόνον δὲ ἐξ [[ἀποσπάδων]], ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτορίζων κατατίθεται Γεωπ. 10, 23, 3· [[πύξος]] φυτεύεται ἔκ τε [[ἀποσπάδων]] καὶ κορυνῶν 11, 9, κτλ.· [[ἀπόσπασμα]] κλήματος [[μετὰ]] σταφυλῶν, ἢ «ἕνα τσαμπὶ σταφύλια», Ἀνθ. Π. 6. 300· μεταφ., [[βραχίων]] ἢ διακλάδωσις ποταμοῦ, διά τινος ἀποσπάδος τοῦ μεγάλου Ἴστρου Εὐστ. 1712. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος<br /><b>I.</b> <i>adj. f.</i> arrachée;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ἡ [[ἀποσπάς]] :<br /><b>1</b> branche;<br /><b>2</b> tige de plante.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
άδος,ἡ,
A torn off from, τινός Nonn.D.1.289, al.: metaph., βασσαρίδες ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης ib.34.347, etc. II as Subst., slip for propagating, Gp.11.9, etc.; vine-branch or bunch of grapes, AP6.300 (Leon.): metaph., branch of a river, Eust.1712.6.
German (Pape)
[Seite 325] άδος, fem. zu ἀποσπάδιος, abgerissen, Nonn.; ἡ ἀπ., abgerissener Zweig, Ranke, Leon. Tar. 13 (VI, 300).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπάς: -άδος, ἡ , ἀπεσπασμένη, ἀποκεχωρισμένη, διωκόμεναι δὲ σιδήρῳ ἄστεος ἐντὸς ἵκανον ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Νόνν. Δ. 34, 347, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., παραφυὰς ἀποκεκομμένη πρὸς φύτευσιν, οὐ μόνον δὲ ἐξ ἀποσπάδων, ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτορίζων κατατίθεται Γεωπ. 10, 23, 3· πύξος φυτεύεται ἔκ τε ἀποσπάδων καὶ κορυνῶν 11, 9, κτλ.· ἀπόσπασμα κλήματος μετὰ σταφυλῶν, ἢ «ἕνα τσαμπὶ σταφύλια», Ἀνθ. Π. 6. 300· μεταφ., βραχίων ἢ διακλάδωσις ποταμοῦ, διά τινος ἀποσπάδος τοῦ μεγάλου Ἴστρου Εὐστ. 1712. 6.
French (Bailly abrégé)
άδος
I. adj. f. arrachée;
II. subst. ἡ ἀποσπάς :
1 branche;
2 tige de plante.
Étymologie: ἀποσπάω.