ποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποιός''': -ά, -όν, ἀόρ. ἀντων., ὁ ἔχων φύσιν τινά, εἶδός τι ἢ ποιότητά τινα, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., [[μάλιστα]] συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ τις, [[οἷον]], [[ποιός]] τις, ποιὰ ἄττα ἐν Σοφ. 262Ε, ἐν Πολ. 438Ε· ἴδε Ἀριστ. Κατηγ. 4. 1., 8, 1 κἑξ.· τὸ ποιόν, = [[ποιότης]], ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 6, 11, κλπ.
|lstext='''ποιός''': -ά, -όν, ἀόρ. ἀντων., ὁ ἔχων φύσιν τινά, εἶδός τι ἢ ποιότητά τινα, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., [[μάλιστα]] συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ τις, [[οἷον]], [[ποιός]] τις, ποιὰ ἄττα ἐν Σοφ. 262Ε, ἐν Πολ. 438Ε· ἴδε Ἀριστ. Κατηγ. 4. 1., 8, 1 κἑξ.· τὸ ποιόν, = [[ποιότης]], ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 6, 11, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />de telle ou telle qualité, de telle ou telle sorte, tel ou tel, <i>d’ord. suivi de</i> [[τις]].<br />'''Étymologie:''' *πός.
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιός Medium diacritics: ποιός Low diacritics: ποιος Capitals: ΠΟΙΟΣ
Transliteration A: poiós Transliteration B: poios Transliteration C: poios Beta Code: poio/s

English (LSJ)

ά, όν, indef. Adj.

   A of a certain nature, kind, or quality, Pl.Lg. 770d, Arist.Cat.10a27, etc.; esp. joined with τις, Pl.Sph.262e, al., Arist.Cat.8b25; ποιὰ ἄττα Pl.R.438b, al.; τὸ ποιόν, = ποιότης, Arist. Metaph.1083a11, al.; μοναχῶς μὲν ἡ ποιότης λέγεται κατ' αὐτοὺς τοὺς Στωϊκούς, τριχῶς δὲ ὁ ποιός Stoic.2.129, cf. 131,168, al.: pl., τὰ τοιαῦτα π. Iamb.Comm.Math.14; τὸ π. μέλος such-and-such, PMag.Par.1.327.

German (Pape)

[Seite 652] Indefinitum zum Vor., von einer gewissen Beschaffenheit, Eigenschaft, so u. so beschaffen; οὐκοῦν καὶ ποιόν τινα αὐτὸν τὸν λόγον εἶναι δεῖ, Plat. Soph. 262 e; τῶν δὲ ποιῶν τινῶν ποιὰ ἄττα, Rep. IV, 438 e; Arist. eth. 1, 9 u. sonst, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ποιός: -ά, -όν, ἀόρ. ἀντων., ὁ ἔχων φύσιν τινά, εἶδός τι ἢ ποιότητά τινα, συχν. παρὰ Πλάτ., μάλιστα συνημμένον μετὰ τοῦ τις, οἷον, ποιός τις, ποιὰ ἄττα ἐν Σοφ. 262Ε, ἐν Πολ. 438Ε· ἴδε Ἀριστ. Κατηγ. 4. 1., 8, 1 κἑξ.· τὸ ποιόν, = ποιότης, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 6, 11, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
de telle ou telle qualité, de telle ou telle sorte, tel ou tel, d’ord. suivi de τις.
Étymologie: *πός.