ψυδνός: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψυδνός''': -ή, -όν, εὔρηται μόνον παρὰ τῷ Θέογν. 122 = [[ψυδρός]], ὄπερ ὁ Ruhnk καὶ ἕτεροι ἀναγινώσκουσιν ἀντ’ ἐκείνου· ἀλλὰ τὸ ψυδνὸς δύναται να παραβληθῇ πρὸς τὸ [[κυδνός]], [[ὅπερ]] ὑπάρχει παρὰ τὸ [[κυδρός]], Br. εἰς Θέογν. ἔνθ. ἀνωτ. | |lstext='''ψυδνός''': -ή, -όν, εὔρηται μόνον παρὰ τῷ Θέογν. 122 = [[ψυδρός]], ὄπερ ὁ Ruhnk καὶ ἕτεροι ἀναγινώσκουσιν ἀντ’ ἐκείνου· ἀλλὰ τὸ ψυδνὸς δύναται να παραβληθῇ πρὸς τὸ [[κυδνός]], [[ὅπερ]] ὑπάρχει παρὰ τὸ [[κυδρός]], Br. εἰς Θέογν. ἔνθ. ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[ψυδρός]].<br />'''Étymologie:''' [[ψεύδω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A v.l. for ψυδρός in Thgn.122. II ψυδνὴ χέρσος· ἀραιά, ὀλίγη, Hsch.: misspelt ψυάνη· ἁρεά, ὀλίγη, Theognost.Can. 26. (With ψυδνός (s. v.l.) cf. κυδνός; for the sense cf. ψύθιος.)
German (Pape)
[Seite 1402] = ψυδρός, Theogn. 122, wo sich die meisten u. besten mss. für diese Form erkl., die sonst nicht vorkommt, sich aber zu ψυδρός verhält, wie κυδνός zu κυδρός; ψεδνός aber ist f. L.
Greek (Liddell-Scott)
ψυδνός: -ή, -όν, εὔρηται μόνον παρὰ τῷ Θέογν. 122 = ψυδρός, ὄπερ ὁ Ruhnk καὶ ἕτεροι ἀναγινώσκουσιν ἀντ’ ἐκείνου· ἀλλὰ τὸ ψυδνὸς δύναται να παραβληθῇ πρὸς τὸ κυδνός, ὅπερ ὑπάρχει παρὰ τὸ κυδρός, Br. εἰς Θέογν. ἔνθ. ἀνωτ.