Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀξυωπής: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξυωπής''': -ές, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀξεῖαν τὴν ὅρασιν, ὀφθαλμοὶ ὀξυωπέστατοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 2· ὁ [[ἁλιάετος]] ὀξυωπέστατος [[αὐτόθι]] 9. 34, 5, πρβλ. Λουκιαν. Ἰκαρ. 14· - Ἐπίρρ., ὀξυωπέστερον ὁρᾶν, -έστατα βλέπειν Σουΐδ. ἐν λέξ. Λυγκέως, [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 988. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ τὴν ὅρασιν ὀξύνων, Διοσκ. 3 52.
|lstext='''ὀξυωπής''': -ές, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀξεῖαν τὴν ὅρασιν, ὀφθαλμοὶ ὀξυωπέστατοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 2· ὁ [[ἁλιάετος]] ὀξυωπέστατος [[αὐτόθι]] 9. 34, 5, πρβλ. Λουκιαν. Ἰκαρ. 14· - Ἐπίρρ., ὀξυωπέστερον ὁρᾶν, -έστατα βλέπειν Σουΐδ. ἐν λέξ. Λυγκέως, [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 988. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ τὴν ὅρασιν ὀξύνων, Διοσκ. 3 52.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a la vue perçante.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[ὤψ]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠωπής Medium diacritics: ὀξυωπής Low diacritics: οξυωπής Capitals: ΟΞΥΩΠΗΣ
Transliteration A: oxyōpḗs Transliteration B: oxyōpēs Transliteration C: oksyopis Beta Code: o)cuwph/s

English (LSJ)

ές, (ὤψ)

   A sharp-sighted, ὀφθαλμοὶ -έστατοι Arist.HA492a9 ; ὁ ἁλιάετος -έστατος ib.620a2, cf. Luc.Icar.14 : Comp. -έστερος Ph.1.531, 2.546. Adv., -έστερον βλέπεις Suid. s.v. Λυγκέως; -έστατα ὁρᾶν Ph.1.338 ; βλέπειν Herm. ap. Stob.1.49.45.    2 metaph., θίξις -εστέρα Marcellin.Puls.19.    II Act., sharpening the sight, Dsc.3.45.

German (Pape)

[Seite 355] ές, scharfsichtig, der scharf sieht; Arist. H. A. 1, 10, im superl.; Folgde, wie Luc. Icaromen, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυωπής: -ές, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀξεῖαν τὴν ὅρασιν, ὀφθαλμοὶ ὀξυωπέστατοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 2· ὁ ἁλιάετος ὀξυωπέστατος αὐτόθι 9. 34, 5, πρβλ. Λουκιαν. Ἰκαρ. 14· - Ἐπίρρ., ὀξυωπέστερον ὁρᾶν, -έστατα βλέπειν Σουΐδ. ἐν λέξ. Λυγκέως, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 988. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ τὴν ὅρασιν ὀξύνων, Διοσκ. 3 52.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la vue perçante.
Étymologie: ὀξύς, ὤψ.